Το τελευταίο διάστημα παρατηρείται μία εκρηκτική αύξηση στον αριθμό φαρμακείων από μη φαρμακοποιούς στο κέντρο της Αθήνας.
Δεν πρόκειται για οργανωμένες αλυσίδες, αλλά για μεμονωμένα φαρμακεία που ανοίγουν από ιδιώτες- επενδυτές, οι οποίοι αξιοποιούν πρόθυμους φαρμακοποιούς για να τηρηθεί –μόνο τυπικά– το προβλεπόμενο ιδιοκτησιακό καθεστώς.
Στην ουσία, ο φαρμακοποιός μετατρέπεται σε «βιτρίνα», με τον ιδιώτη να έχει τον πλήρη έλεγχο και τον επιστημονικό ρόλο να επισκιάζεται από καθαρά επιχειρηματικά συμφέροντα. Το φαρμακείο απομακρύνεται έτσι από τη φυσική του ταυτότητα ως μονάδα πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και μετατρέπεται σε ένα ακόμη κατάστημα λιανικής.
Δεν κατανοούμε όμως, τον λόγο ύπαρξης αυτής της πρακτικής. Δεν υπάρχει έλλειψη φαρμακοποιών στην αγορά. Αντίθετα, υπάρχουν πολλοί πτυχιούχοι φαρμακοποιοί με τα απαραίτητα κεφάλαια και τη διάθεση να επενδύσουν και να λειτουργήσουν με υπευθυνότητα τα δικά τους φαρμακεία. Γιατί, λοιπόν, να εισέρχονται στον χώρο άτομα που καμία σχέση δεν έχουν με την επιστήμη, τη δεοντολογία ή τη φροντίδα υγείας;
Η Πολιτεία οφείλει να παρέμβει άμεσα
Να επανεξετάσει το ιδιοκτησιακό καθεστώς με γνώμονα την προστασία της δημόσιας υγείας και την ενίσχυση του ρόλου του φαρμακοποιού. Το υπάρχον νομικό πλαίσιο, αν και τυπικά σύννομο, επιτρέπει φαινόμενα που αλλοιώνουν τον επιστημονικό και κοινωνικό χαρακτήρα του φαρμακείου.
Το φαρμακείο δεν είναι «επένδυση»
Το φαρμακείο, λοιπόν, δεν είναι «επένδυση», αλλά θεσμός υγείας, λειτουργικό και αναπόσπαστο κομμάτι του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Γι’ αυτό και οφείλει να παραμείνει υπό την ευθύνη και την ιδιοκτησία εκείνων που έχουν επιστημονική επάρκεια και δεοντολογική συνείδηση: Των φαρμακοποιών.