Οι καταστάσεις που οδηγούν τους φαρμακοποιούς να αρνούνται να χορηγήσουν φάρμακα στον πάγκο αυξάνονται. Αυτό μπορεί να εξοργίσει τους ασθενείς και να τους οδηγήσει σε άλλο φαρμακείο. Έτσι, η αναγκαιότητα της κερδοφορίας συγκρούεται με την επιστημονική δεοντολογία και τη φύση του επαγγέλματος. Στο πλαίσιο αυτό, ο φαρμακοποιός καλείται να διαχειριστεί τις λεπτές ισορροπίες.
Παράλληλα, η «πίεση συνταγογράφησης», που εφαρμόζουν οι ασθενείς στους γιατρούς προκειμένου να λάβουν πρόσθετες εξετάσεις ή τη χορήγηση φαρμάκων, αποτελεί γεγονός.
Πίεση χορήγησης για τους φαρμακοποιούς
Πίεση στις συνταγές, ασφαλώς, αλλά τίποτα δεν φαίνεται να έχει γραφτεί για μια πιθανή πίεση χορήγησης, στην οποία οι φαρμακοποιοί φαίνεται πράγματι να υπόκεινται. Οι αρνήσεις χορήγησης φαρμάκων προκαλούν όλο και περισσότερα προβλήματα στον πάγκο συμβάλλοντας σε πραγματικό καθημερινό άγχος. Και αυτό, παρόλο που ο νόμος απαιτεί από τους φαρμακοποιούς να μην παραδίδουν φάρμακα, όταν φαίνεται ότι είναι ενάντια στα συμφέροντα της υγείας του ασθενούς ή σε περίπτωση σοβαρής αντένδειξης ή σοβαρής αλληλεπίδρασης με τα φάρμακα που ήδη λαμβάνει.
Το ίδιο ισχύει όταν ο επαγγελματίας υγείας υποπτεύεται μια συνταγή που φαίνεται απάτη – είτε κατά την ανάγνωση της τελευταίας (ορθογραφικά λάθη, έλλειψη υποχρεωτικών πληροφοριών κ.λπ.), είτε κατά την – από κοινού- ανάλυση της, cross check, με τον ασθενή.
Επιπτώσεις μη χορήγησης φαρμάκου
Η ένταση μεταξύ ασθενών – όλο και πιο ανυπόμονων – και επαγγελματιών υγείας – ολοένα και πιο εξουθενωμένων – είναι ένα από τα φαινόμενα που εξηγούν αυτή την αυξημένη πίεση κατά την εξυπηρέτηση στον πάγκο. Οι επιθέσεις σε φαρμακοποιούς, λεκτικές ή και σωματικές, είναι όλο και πιο συχνές. Επομένως, το να «λέμε όχι» φαίνεται όχι μόνο δύσκολο αλλά και επικίνδυνο.
Ασφαλώς, μπορούμε να λάβουμε και μία κακή ή παραπλανητική κριτική στο Google που αμαυρώνει την εικόνα του φαρμακείου μας, αν αρνηθούμε να χορηγήσουμε ένα φάρμακο. Όλα αυτά σε μία περίοδο post – Covid στην οποία η υπομονή των ασθενών φθίνει.
Παρ’ όλ’ αυτά, πρέπει να αναγνωρίσουμε πως αυτό που ξεχωρίζει έναν φαρμακοποιό από τους υπόλοιπους, είναι το πραγματικό ενδιαφέρον για τον ασθενή, ακόμη και άγνωστο πελάτη που βλέπει για πρώτη φορά. Το να μπορέσει να καταλάβει στ’ αλήθεια τη φύση του προβλήματός του και να το ικανοποιήσει σε βάθος ακόμη και όταν αυτό, καμιά φορά, σημαίνει να πουλήσει ένα προϊόν λιγότερο. Σε βάθος χρόνου αυτό είναι που δίνει ηθική ικανοποίηση και σταθερά καλό εισόδημα, διότι κερδίζει έμπρακτα την εμπιστοσύνη και βελτιώνει τις ζωές των ασθενών του, χωρίς να δουλεύει τυχοδιωκτικά με πελάτες που δε θα ξαναδεί ποτέ. Τέλος, αυτή η ειλικρίνεια είναι που δίνει στον φαρμακοποιό αξία και συμβαδίζει με την ευθύνη του επαγγέλματος.
Φταίνε οι ελλείψεις φαρμάκων;
Αναμφίβολα και αυτός ο παράγοντας παίζει ρόλο διότι τα φάρμακα που ζητούν οι ασθενείς πολύ συχνά δεν είναι διαθέσιμα. Παράλληλα, συνεχίζουν να κυκλοφορούν μη έγκυρες συνταγές. Η δεξαμενή των μη έγκυρων συνταγών παραμένει τεράστια. Τα προβλήματα εξακολουθούν να υφίστανται σε κάθε στάδιο εκτέλεσης της συνταγής: η δοσολογία δε συμφωνεί με την ποσότητα, το προϊόν είναι «κλειδωμένο» και δε δίνει δυνατότητα εναλλακτικής, το σκεύασμα της συνταγής είναι σε έλλειψη, αλλά οι πελάτες αρνούνται να πάρουν γενόσημο, από φόβο ή ελλιπή πληροφόρηση.
Μερικοί άνθρωποι ανακαλύπτουν ότι η ένεση για τη χρόνια πάθησή τους είναι σε έλλειψη και ότι πρέπει να ενημερώνουν, μέχρι και ένα μήνα πριν το άνοιγμα της επόμενης συνταγής. Όταν το φάρμακο είναι σε έλλειψη, ο φαρμακοποιός θα πρέπει να πει «όχι», εξηγώντας παράλληλα, ότι δεν είναι δική του υπαιτιότητα, μία καθημερινή διαδικασία που είναι αναγκαία, αλλά όχι απαραίτητα ευχάριστη.
Άλλες φορές, το αίτημα του ασθενούς είναι απλώς ακατάλληλο για τις ανάγκες του. Σε αυτή την περίπτωση μπορούμε να εξηγήσουμε ότι θα κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να ανταποκριθούμε καλύτερα και να μην τον αφήσουμε μόνο του μπροστά στην ασθένεια ή τον πόνο του. Ευτυχώς, στις περισσότερες περιπτώσεις, η συζήτηση είναι εφικτή.
Βέβαια, καλό είναι να μην λέμε ποτέ ένα άμεσο «όχι», αλλά να διαφωνούμε, και να εξηγούμε ήρεμα, ρίχνοντας τις άμυνες του ασθενούς. Αυτό προϋποθέτει και εκπαίδευση της ομάδας μας, σε τέτοιες καταστάσεις, ώστε να υπάρχει μία ενιαία γραμμή στην εξυπηρέτηση.
Απαραίτητη η ενημέρωση των ιατρών
Οι φαρμακοποιοί δεν πρέπει να μένουν μόνοι μπροστά στην πίεση. Χρειάζεται και η ευαισθητοποίηση των ιατρών που συνταγογραφούν. Για να διευκολυνθεί αυτή η ευαισθητοποίηση, μένει να δημιουργηθεί ένα πραγματικό εργαλείο για την παρακολούθηση των αρνήσεων χορήγησης. Επειδή σε πολλές περιπτώσεις, ο γιατρός δεν ενημερώνεται για την άρνηση χορήγησης ενός φαρμάκου που συνέβη στο φαρμακείο – ιδιαίτερα στην περίπτωση διαβουλεύσεων με πολλούς γιατρούς από ασθενείς με υπερκατανάλωση φαρμάκων. Τέλος, σύνηθες φαινόμενο όταν αλλάζουμε γιατρό είναι να μην περνάει η πληροφορία για τα φάρμακα που μας έχουν συνταγογραφηθεί από προηγούμενο γιατρό και πόσω μάλλον, τα φάρμακα που δεν λάβαμε ποτέ στο φαρμακείο.