Η εγκυμοσύνη αποτελεί συνήθως ένα ευχάριστο γεγονός στη ζωή μιας γυναίκας, ωστόσο πολύ συχνά επιφέρει ανησυχίες και απορίες σχετικά με την ορθή χρήση των φαρμάκων κατά την περίοδο αυτή.
Ως επαγγελματίες υγείας, είναι σημαντικό να μπορείτε να συμβουλεύσετε τις μέλλουσες μητέρες σχετικά με το ποιες φαρμακευτικές αγωγές είναι κατάλληλες, καθώς και για το ποιες χρόνιες παθήσεις μπορεί να δημιουργήσουν κάποιο πρόβλημα στο έμβρυο.
1η Περίπτωση: Τα αντιεμετικά
Η ναυτία κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι συχνή και συνήθως ήπια.
Η μετοκλοπραμίδη χρησιμοποιείται από τη δεκαετία του 1960 για ναυτία και έμετο που σχετίζονται με την εγκυμοσύνη.
Πρόκειται για μια ουσία χωρίς τερατογόνο δράση, ωστόσο, εκθέτει τη μητέρα στις ανεπιθύμητες ενέργειες των νευροληπτικών, ενώ μπορεί να οδηγήσει και σε υπόταση.
Επιπλέον, διέρχεται από τον πλακούντα, γεγονός που μπορεί να εκθέσει το νεογέννητο σε νευρολογικές επιδράσεις σε περίπτωση χρήσης του φαρμάκου στα τέλη της εγκυμοσύνης.
Η δοξυλαμίνη είναι ένα Η1-αντιισταμινικό φάρμακο με πολύ καλά αποτελέσματα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, κάτι που την καθιστά φάρμακο εκλογής.
Παρόλα αυτά, σε περίπτωση χρήσης της μέχρι τον τοκετό, μπορεί να επιφέρει ηρεμιστικά αποτελέσματα στο βρέφος.
Τέλος, η ονδασετρόνη χρησιμοποιείται σε περίπτωση αποτυχίας άλλων θεραπειών, καθώς έχει βρεθεί να είναι λιγότερο ανεκτή από τη δοξυλαμίνη.
2η Περίπτωση: Τα αιθέρια έλαια
Γενικά, τα αιθέρια έλαια πρέπει να αποφεύγονται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Το αιθέριο έλαιο μέντας, το οποίο χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις ναυτίας και εμέτου, αντενδείκνυται επίσημα σε έγκυες γυναίκες λόγω της παρουσίας μενθόλης, καθώς όπως όλες οι κετόνες, η μενθόλη παρουσιάζει νευροτοξικότητα και μπορεί να οδηγήσει σε αποβολή.
Ωστόσο, παρόλο που η λήψη αιθέριων ελαίων από του στόματος αντενδείκνυται σε έγκυες γυναίκες ανεξάρτητα από το χρησιμοποιούμενο αιθέριο έλαιο, ορισμένοι ειδικοί προτείνουν τη δερματική οδό για τα πιο ήπια αιθέρια έλαια (λεβάντα, λεμόνι κ.λπ.), υπό την προϋπόθεση ότι το αιθέριο έλαιο είναι αραιωμένο (έως 10%) και περιορίζεται σε τοπική θεραπεία, αποφεύγοντας την κοιλιακή ζώνη.
Η αναπνευστική οδός μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί όταν το αιθέριο έλαιο είναι κατάλληλο (αποφυγή των καυστικών αιθέριων ελαίων).
3η Περίπτωση: Τα αναλγητικά ΜΣΑΦ
Η χρόνια ή περιστασιακή χρήση ΜΣΑΦ, ακόμη και σε τοπική μορφή, αντενδείκνυται αυστηρά από την έναρξη του έκτου μήνα της εγκυμοσύνης (24 εβδομάδες αμηνόρροιας) και έπειτα, καθώς μπορεί να προκαλέσουν καρδιακή τοξικότητα στο έμβρυο, ενώ μπορεί να οδηγήσουν και σε μη αναστρέψιμη νεφροτοξικότητα.
Επιπλέον, κατά το τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, τα ΜΣΑΦ θέτουν τόσο τη μητέρα όσο και το μωρό σε κίνδυνο παρατεταμένου χρόνου αιμορραγίας.
Μέχρι την έναρξη του έκτου μήνα της εγκυμοσύνης, η λήψη ΜΣΑΦ ακόμη και περιστασιακά, πρέπει να αποφεύγεται, καθώς έχει βρεθεί πως αυξάνουν τον κίνδυνο αυθόρμητων αμβλώσεων κατά το πρώτο τρίμηνο.
Το καρδιοπνευμονικό σύστημα και η νεφρική λειτουργία του εμβρύου, που αναπτύσσονται κατά την οργανογένεση, μπορεί επίσης να επηρεαστούν.
Οι κοξίμπες αντενδείκνυνται καθ’ όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης επειδή παρουσιάζουν τερατογόνο δράση.
4η Περίπτωση: Τα αντιπηκτικά
Ηπαρίνες
Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, η χρήση μη κλασματοποιημένων ή χαμηλού μοριακού βάρους ηπαρινών είναι δυνατή ως προληπτικό και θεραπευτικό μέσο, καθώς λόγω του υψηλού μοριακού τους βάρους δεν διασχίζουν τον πλακούντα.
Η Φονταπαρινόξη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται απουσία δεδομένων.
Η Αντιβιταμίνη Κ και όλα τα φάρμακα που την περιέχουν (βαρφαρίνη, φλουινδιόνη, ασενοκουμαρόλη) είναι τερατογόνα και η χρήση τους αντενδείκνυται καθ’ όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, με εξαίρεση ορισμένες σπάνιες περιπτώσεις στις οποίες δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ηπαρίνη.
Από του στόματος αντιπηκτικά
Η Ριβαροξαμπάνη αντενδείκνυται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, καθώς η ασφάλεια χρήσης της σε έγκυες γυναίκες δεν έχει τεκμηριωθεί.
Ο πιθανός κίνδυνος αναπαραγωγικής τοξικότητας, αιμορραγίας και διέλευσης του φραγμού του πλακούντα, δικαιολογεί μια αντένδειξη για τη χρήση της κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Ομοίως, ελλείψει επαρκών δεδομένων, οι γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία θα πρέπει να αποφεύγουν την εγκυμοσύνη ενώ λαμβάνουν Δαβιγατράνη ή Απιξαμπάνη.
5η Περίπτωση: Τα αντιβιοτικά
Λόγω του πολύ σημαντικού θεραπευτικού οφέλους των αντιβιοτικών, πολύ λίγα από αυτά αντενδείκνυνται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Έτσι, σε έγκυες γυναίκες, τα αντιβιοτικά επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται σε αποτελεσματική δόση σύμφωνα με τις συνήθεις διαδικασίες διαχείρισης.
Η χρήση της Δοξυκυκλίνης αντενδείκνυται μετά το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, διότι είναι πιθανό να χρωματίσει τα δόντια του μωρού.
Ωστόσο, σε καταστάσεις όπου οι κυκλίνες έχουν πραγματικό πλεονέκτημα, η χρήση τους είναι δυνατή ακόμη και μετά το πρώτο τρίμηνο.
Μεταξύ άλλων αντιβιοτικών, η χρήση ορισμένων Φθοροκινολονών αντενδείκνυται ως προφύλαξη, λόγω του κινδύνου βλάβης στον χόνδρο των αρθρώσεων που προκύπτει από πειραματικά δεδομένα.
6η Περίπτωση: Τα αντικαταθλιπτικά και αγχολυτικά
Σε έγκυες γυναίκες, η ψυχοτρόπα θεραπεία πρέπει να αιτιολογείται ιατρικά και όσο το δυνατόν συντομότερα, ενώ θα πρέπει να χορηγούνται οι ελάχιστες αποτελεσματικές δόσεις.
Συνιστάται ο περιορισμός των συνδυασμών των ψυχοτρόπων φαρμάκων και η χορήγηση κατά προτίμηση μόνο ενός φαρμάκου ανά κατηγορία.
Λίγο πριν τον τοκετό, η ομάδα τοκετού θα πρέπει να προειδοποιηθεί για τη λήψη ψυχοτρόπων φαρμάκων, ώστε να δράσουν κατάλληλα κατά την έλευση του νεογέννητου.
Επιπλέον, η ψυχοτρόπα θεραπεία δεν πρέπει ποτέ να διακόπτεται απότομα κατά την ανακάλυψη της εγκυμοσύνης.
Αντικαταθλιπτικά
Τα αντικαταθλιπτικά που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ανεξάρτητα από τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι:
– Τρικυκλικά: αμιτριπτυλίνη, κλομιπραμίνη.
– Αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης: σιταλοπράμη, εσκιταλοπράμη, φλουοξετίνη και σερτραλίνη. Η παροξετίνη χρησιμοποιείται μόνο σε περιπτώσεις που κρίνεται απολύτως απαραίτητο.
– Αντικαταθλιπτικά διπλής δράσης: βενλαφαξίνη για χρήση πρώτης γραμμής, ντουλοξετίνη ως θεραπεία δεύτερης γραμμής.
– Άλλα: μιρταζαπίνη.
Η απόφαση για χρήση αντικαταθλιπτικών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης πρέπει να λαμβάνεται κατά περίπτωση.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι η λήψη ορισμένων αντικαταθλιπτικών μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο επίμονης πνευμονικής αρτηριακής υπέρτασης στα νεογνά, πιθανώς λόγω της αγγειοσυσταλτικής δράσης της σεροτονίνης στις πνευμονικές αρτηρίες.
Αγχολυτικά και υπνωτικά
Μέχρι σήμερα, τα αγχολυτικά και τα υπνωτικά, ακόμη και κατά τη διάρκεια του πρώτου μήνα της εγκυμοσύνης, δεν έχουν δείξει τερατογόνο επίδραση, ενώ ο θεραπευτικός τους δείκτης είναι ικανοποιητικός.
Εάν απαιτείται θεραπεία, προτιμάται η οξαζεπάμη ή η υδροξυζίνη ως αγχολυτικά, η δοξυλαμίνη (πρώτη γραμμή), η ζοπικλόνη ή η ζολπιδέμη ως υπνωτικά.
7η Περίπτωση: Τα αντιεπιληπτικά
Η επιληψία πρέπει να είναι καλά ισορροπημένη πριν από την έναρξη της εγκυμοσύνης.
Καμία θεραπεία δεν πρέπει να αλλάξει χωρίς τη συμβουλή του νευρολόγου, ενώ πολλά είναι ακόμη άγνωστα σχετικά με τις συνέπειες των επιληπτικών κρίσεων κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Ωστόσο, αυτό που φαίνεται βέβαιο είναι ότι οι επιληπτικές κρίσεις δεν οδηγούν σε δυσπλασία.
Εάν οι επιληπτικές κρίσεις γενικευθούν και εμφανιστούν στα τέλη της εγκυμοσύνης, υπάρχουν κίνδυνοι τραύματος, πρόωρου τοκετού, υποτροφίας του εμβρύου και πιθανώς συνέπειες για τη μελλοντική ανάπτυξή του.
Η κοινή παρακολούθηση από τον γυναικολόγο και τον νευρολόγο είναι επιθυμητή.
Το πιο τερατογόνο αντιεπιληπτικό φάρμακο είναι το βαλπροϊκό οξύ, ακόμη και σε χαμηλές δόσεις.
Όταν το βαλπροϊκό οξύ δεν μπορεί να διακοπεί, πρέπει να αναζητηθεί η χαμηλότερη δυνατή δόση.
Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τα αντιεπιληπτικά που μπορούν να χρησιμοποιηθούν είναι:
– Η λαμοτριγίνη ως πρώτης γραμμής φάρμακο και σε δόση μικρότερη από 300 mg/ημέρα, για την οποία τα δεδομένα είναι πολυάριθμα και καθησυχαστικά όσον αφορά τον κίνδυνο δυσπλασίας και για την ψυχοκινητική ανάπτυξη του εμβρύου.
– Ως δεύτερης γραμμής φάρμακα χορηγούνται η λεβετιρακετάμη, η φαινυτοΐνη και η οξκαρβαζεπίνη, για τις οποίες τα δεδομένα, αν και λιγότερο πολυάριθμα, είναι καθησυχαστικά.
– Η γκαμπαπεντίνη, η πρεγκαμπαλίνη και η καρβαμαζεπίνη, χορηγούνται μόνο εάν δεν υπάρχει η δυνατότητα θεραπείας με τα προηγούμενα μόρια.
– Οι βενζοδιαζεπίνες μπορούν επίσης να συνταγογραφηθούν.
– Ως έσχατη λύση, και εάν η διακοπή τους δεν είναι δυνατή λόγω υπερβολικού κινδύνου για τη μητέρα, η αιθοσουξιμίδη, η φελβαμάτη, η φαινοβαρβιτάλη, η τοπιραμάτη, η τιαγκαμπίνη και η ζονισαμίδη μπορούν να συνεχιστούν.
8η Περίπτωση: Τα αντιακνεϊκά
Σε έγκυες γυναίκες, η λήψη ισοτρετινοΐνης από του στόματος αυξάνει τον κίνδυνο αποβολής ή θανάτου του νεογνού αμέσως μετά τη γέννηση και ελλοχεύει πολύ υψηλό κίνδυνο (20 έως 25% των περιπτώσεων) σοβαρών εμβρυϊκών δυσπλασιών.
Οι γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία θα πρέπει επομένως να αποφεύγουν την εγκυμοσύνη κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Από τον Οκτώβριο του 2018, η αντένδειξη για τη χρήση ισοτρετινοΐνης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης έχει επεκταθεί και στην τοπική μορφή.
9η Περίπτωση: Τα αντιδιαβητικά
Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, είναι απαραίτητος ο έλεγχος του σακχάρου στα ούρα κάθε μήνα.
Ο διαβήτης κύησης εξετάζεται με μέτρηση της γλυκόζης στο αίμα κατά το πρώτο και το τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης σε γυναίκες που κινδυνεύουν (ΔΜΣ ≥ 25, ηλικία ≥ 35 ετών, ιστορικό διαβήτη ή έμβρυο που ζυγίζει περισσότερο από 4 κιλά).
Ο διαβήτης κύησης ενέχει κίνδυνο τόσο για τη μητέρα όσο και για το έμβρυο.
Η πιο συχνή επιπλοκή είναι η εμβρυϊκή μακροσωμία (> 4 kg), η οποία μπορεί να οδηγήσει σε δύσκολο τοκετό.
Άλλες επιπλοκές που μπορεί να προκύψουν είναι η νεογνική υπογλυκαιμία, η αναπνευστική δυσχέρεια κ.ά. Για τη μητέρα, η πιο σοβαρή επιπλοκή είναι η προεκλαμψία.
Η έλλειψη μελετών εξακολουθεί να θέτει ακατάλληλη τη χρήση των αντιδιαβητικών σε έγκυες γυναίκες.
Η ινσουλίνη αποτελεί το μόνο αντιδιαβητικό φάρμακο που ενδείκνυται για χρήση κατά τη διάρκεια της κύησης.
10η Περίπτωση: Τα αντιυπερτασικά
Η υπέρταση της εγκυμοσύνης μπορεί να εμφανιστεί μετά από τις 20 πρώτες εβδομάδες της κύησης και επηρεάζει το 5 έως 10% των εγκύων ασθενών.
Λόγω των σοβαρών επιπλοκών της (προεκλαμψία, κρίση εκλαμψίας), η υπέρταση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης παραμένει η κύρια αιτία νοσηρότητας και θνησιμότητας της μητέρας και του εμβρύου.
Η παρακολούθηση μιας εγκύου με υπέρταση θα πρέπει να είναι διεπιστημονική.
Σε μια γυναίκα που πάσχει από χρόνια αρτηριακή υπέρταση, είναι απαραίτητη η διαβούλευση πριν την έναρξη της κύησης, προκειμένου να προσαρμοστεί καλύτερα η φαρμακοθεραπεία.
Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης (ΜΕΑ) και οι σαρτάνες δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται.
Αντενδείκνυνται κυρίως κατά τη διάρκεια του δεύτερου και του τρίτου τριμήνου, καθώς μπορεί να οδηγήσουν σε εμβρυϊκή τοξικότητα που ευθύνεται για το ολιγοάμνιο (πολύ μικρή ποσότητα αμνιακού υγρού), μερικές φορές μη αναστρέψιμη και ακόμη και θανατηφόρα, και την καθυστερημένη οστεοποίηση των οστών του κρανίου.
Επιπλέον, η χρήση τους κατά το πρώτο τρίμηνο δεν συνιστάται λόγω ανεπαρκών δεδομένων.
Εκτός αυτών, η υδροχλωροθειαζίδη θα πρέπει επίσης να αντικαθίσταται σε μια υπερτασική έγκυο γυναίκα, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε υποογκαιμία.
Η λαβεταλόλη αποτελεί το φάρμακο εκλογής κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ενώ απεκκρίνεται ελάχιστα στο μητρικό γάλα, γεγονός που καθιστά δυνατή τη χρήση της και κατά τη διάρκεια του θηλασμού.
ΠΡΟΣΟΧΗ!
Καμία φαρμακευτική αγωγή δεν θα πρέπει να διακόπτεται χωρίς ιατρική συμβουλή
Εν αναμονή και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, οποιαδήποτε τρέχουσα θεραπεία πρέπει να επανεκτιμηθεί και ενδεχομένως να προσαρμοστεί εκ νέου (τροποποίηση της δοσολογίας, αλλαγή μορίου κ.λπ.).
Η έναρξη μιας νέας θεραπείας πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ισορροπία οφέλους / κινδύνου για τη μητέρα και το έμβρυο.
Ωστόσο, η θεραπεία μιας εγκύου γυναίκας δεν πρέπει να παραμελείται, επειδή ορισμένες παθολογίες είναι επικίνδυνες για το έμβρυο, ακόμη και τερατογόνες (τοξοπλάσμωση, μη ισορροπημένη υπέρταση στη μητέρα, διαβήτης κύησης κ.λπ.).
Ανάμεσα σε μόρια της ίδιας θεραπευτικής οικογένειας, συχνότερα προτιμάται το παλαιότερο μόριο, επειδή υπάρχουν καλύτερα τεκμηριωμένα αποτελέσματα.
Με τον ίδιο τρόπο και ανάλογα με το πλαίσιο, η θεραπεία πρέπει να ξεκινήσει με τη χαμηλότερη αποτελεσματική δοσολογία και για τη συντομότερη δυνατή διάρκεια.
Συμβουλές προς τους ασθενείς
– Αναφέρετε πάντα την κατάστασή σας στους επαγγελματίες υγείας.
– Εν αναμονή της εγκυμοσύνης, είναι απαραίτητη η αξιολόγηση των τρεχουσών θεραπειών.
– Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, μην σταματήσετε ποτέ κάποια χρόνια θεραπεία χωρίς ιατρική συμβουλή.
– Η αυτοθεραπεία χωρίς ιατρική συμβουλή απαγορεύεται.
– Ορισμένες εξαιρετικά τερατογόνες θεραπείες απαιτούν ενημέρωση σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας.
Δανάη Καραχάλιου – Καραγιάννη, Φαρμακοποιός
www.PharmaManage.gr