Αρκετά συχνά, χωρίς ωστόσο να εμπνέουν ιδιαίτερη ανησυχία, τα συμπτώματα της διάρροιας και της δυσκοιλιότητας, οφείλονται σε πολλές αιτίες και αντιμετωπίζονται σχεδόν καθημερινά στο φαρμακείο.
Η διαχείρισή τους χρήζει προσοχής τόσο για τον εντοπισμό της αιτίας, όσο και την καθοδήγηση του ασθενή προς την κατάλληλη λύση.
Παθοφυσιολογία
Εκτιμάται ότι ένας στους τρεις ανθρώπους πάσχει ή έχει υποφέρει κάποια στιγμή στη ζωή του από δυσκοιλιότητα.
Αποτελεί επομένως ένα αρκετά συχνό σύμπτωμα, παρουσιάζοντας παράλληλα σημαντικό σωματικό και ψυχολογικό αντίκτυπο.
Δυσκοιλιότητα, ορίζεται ως η μείωση της αυθόρμητης εκκένωσης των κοπράνων ή / και ως δυσκολία αφόδευσης.
Οι αιτίες είναι πολλές, είτε παθολογικές, είτε συμπεριφορικές (που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής).
Παράγοντες που δύνανται να προάγουν τη δυσκοιλιότητα, αποτελούν οι δίαιτες χαμηλές σε φυτικές ίνες, η ανεπαρκής πρόσληψη υγρών, ο καθιστικός τρόπος ζωής ή μια ξαφνική αλλαγή στις συνήθειες (ένα ταξίδι για παράδειγμα).
Παράλληλα, η εκδήλωση δυσκοιλιότητας μπορεί να οφείλεται σε διάφορα αίτια, όπως η απώλεια υγρασίας από τα κόπρανα, ή η μειωμένη κινητικότητα του εντέρου.
Ακόμη, εκδηλώνεται κατά την ύπαρξη ασθενειών που προκαλούν διαταραχές της εντερικής κινητικότητας, όπως ορισμένες νευρολογικές παθήσεις (νόσος του Parkinson) ή μεταβολικές ασθένειες (υποθυρεοειδισμός, διαβήτης).
Η δυσκοιλιότητα μπορεί επίσης να προκύψει λόγω μηχανικής απόφραξης, στον καρκίνο του παχέος εντέρου για παράδειγμα, ή να οφείλεται σε κάποια ανεπιθύμητη ενέργεια φαρμάκου.
Ως διάρροια από την άλλη, ορίζεται ως η ύπαρξη ασυνήθιστα συχνών και χαλαρών ή υδαρών κοπράνων.
Οι παθοφυσιολογικοί μηχανισμοί που οδηγούν σε αυτό το σύμπτωμα, είναι κυρίως η διακύμανση της εντερικής ωσμωτικότητας, η αύξηση της έκκρισης που οδηγεί σε απώλεια υγρών ή, αντίθετα, αναστολή της απορρόφησης.
Η διάρροια επιτείνεται από τη διαταραχή της εντερικής κινητικότητας ή την αλλοίωση του βλεννογόνου.
Στην πλειονότητα των περιπτώσεων οξείας διάρροιας, η προέλευση είναι μολυσματική, συνήθως ιογενής.
Μπορεί επίσης να οφείλεται σε κάποια παρενέργεια φαρμάκου (αντιβιοτικά, καθαρτικά, αντιρετροϊκά) ή σε υπερβολική δόση (κολχικίνη).
Τέλος, η διάρροια αποτελεί κλινικό σημείο διαφόρων μεταβολικών ή λειτουργικών, φλεγμονωδών ή ενδοκρινικών νοσημάτων.
Ιατρογενής προέλευση των συμπτωμάτων
Όταν ένας ασθενής εκδηλώσει διάρροια ή δυσκοιλιότητα, ενώ λαμβάνει παράλληλα κάποια φαρμακευτική αγωγή, θα πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο εκδήλωσής της λόγω της λήψης του/ων φαρμάκων.
Αμέτρητα φάρμακα αναφέρουν τις συγκεκριμένες πεπτικές διαταραχές ως ανεπιθύμητες ενέργειες.
Πιο συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι το ένα τρίτο των φαρμάκων που διατίθενται στην αγορά, είναι πιθανό να προκαλέσουν δυσκοιλιότητα, είτε επιβραδύνοντας την εντερική κινητικότητα, είτε μεταβάλλοντας την εντερική και ορθική ευαισθησία.
Αποτελεί συνήθη ανεπιθύμητη ενέργεια των οπιοειδών φαρμάκων και των τρικυκλικών αντικαταθλιπτικών.
Όσον αφορά τη διάρροια ιατρογενούς προέλευσης, οι μηχανισμοί είναι ποικίλοι: διατάραξη της εντερικής μικροχλωρίδας λόγω της λήψης αντιβιοτικών, αύξηση της εντερικής διαπερατότητας (με ΜΣΑΦ) ή ενζυματική διαταραχή με φάρμακα όπως αντιπρωτεάσες ή κολχικίνη.
Ανάλογα με το φάρμακο, η διάρροια εμφανίζεται γρήγορα, αμέσως μετά τη λήψη του (με αντιφλεγμονώδη φάρμακα για παράδειγμα) ή αρκετές ημέρες έως εβδομάδες μετά την έναρξη της χρόνιας θεραπείας.
Η καθυστερημένη έναρξη της διάρροιας, παρατηρείται κυρίως με τα διγουανίδια, κατά τη θεραπεία του διαβήτη.
Όταν υπάρχει υποψία συσχέτισης ενός φαρμακευτικού προϊόντος και διάρροιας ή δυσκοιλιότητας, συνιστάται η αναφορά των ανεπιθύμητων αυτών ενεργειών, μέσω του μηχανισμού φαρμακοεπαγρύπνησης.
Συμβουλή και παραπομπή στον γιατρό
Η συμβουλή στο φαρμακείο, θα πρέπει να βρίσκεται μέσα σε ένα πλαίσιο συγκεκριμένης παρέμβασης.
Για τη δυσκοιλιότητα, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η απουσία παραγόντων που θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν αυτή την κατάσταση (αλλαγή στις διατροφικές συνήθειες, ταξίδια) ή ο εντοπισμός πρόσθετων συμπτωμάτων όπως κοιλιακό άλγος, πυρετός ή απώλεια βάρους.
Εκεί, ο ασθενής θα πρέπει να παραπέμπεται στον γιατρό, για την ακριβή διάγνωση της αιτίας και έπειτα τη λήψη της κατάλληλης θεραπείας, αν κριθεί απαραίτητο.
Στην περίπτωση της διάρροιας, ο ασθενής θα πρέπει να παραπεμφθεί στον γιατρό ανάλογα με την ηλικία του (βρέφος, ηλικιωμένος), την παθολογική του κατάσταση (χρόνια νόσος) και τα προειδοποιητικά σημάδια (αφυδάτωση, πυρετός, αιματηρά κόπρανα, απώλεια βάρους, διάρκεια μεγαλύτερη των τριών ημερών).
Η ιατρογενής προέλευση του συμπτώματος θα πρέπει να συζητηθεί και να αξιολογηθεί σε συνεννόηση με τον θεράποντα γιατρό (χορήγηση υποστηρικτικής θεραπείας ή διακοπή του φαρμάκου που προκαλεί την παρενέργεια).
Δυσκοιλιότητα: διατροφή και σωματική δραστηριότητα
Οι συμβουλές για μία ισορροπημένη διατροφή, αποτελούν τη θεραπεία πρώτης γραμμής για τη δυσκοιλιότητα.
Αυξήστε την ευαισθητοποίηση, συμβουλεύοντας τους ασθενείς να προσλαμβάνουν φυτικές ίνες και να ασκούνται τακτικά.
Οι δίαιτες που βασίζονται σε δημητριακά ολικής αλέσεως, φρούτα και πράσινα λαχανικά, συμβάλλουν στη βελτίωση της πεπτικής λειτουργίας.
Ωστόσο, μια ισορροπημένη διατροφή (συμπεριλαμβανομένων των αμυλούχων τροφίμων) θα πρέπει να τηρείται για να αποφευχθούν δυσμενείς επιπτώσεις όπως το φούσκωμα ή ο μετεωρισμός.
Τονίστε επίσης τη σημασία της τακτικής ενυδάτωσης.
Εκτός από τις διατροφικές συμβουλές, θα πρέπει πάντα να συνιστάται η τακτική σωματική δραστηριότητα, ειδικά το περπάτημα και η ποδηλασία.
Διάρροια: αποτρέψτε την αφυδάτωση
Εκτός από την ταλαιπωρία που σχετίζεται με ένα διαρροϊκό επεισόδιο, είναι απαραίτητο να αποφευχθεί η αφυδάτωση, μια σημαντική επιπλοκή, ειδικά σε ευπαθή άτομα.
Οι συμβουλές επικεντρώνονται στην κατανάλωση υγρών πλούσιων σε μεταλλικά άλατα. Ο ασθενής θα πρέπει να συνεχίσει να τρώει, εντάσσοντας ιδιαίτερα στη διατροφή του, αμυλούχα τρόφιμα (ρύζι, ζυμαρικά, μπανάνα).
Δυσκοιλιότητα: Συστήστε τα κατάλληλα προϊόντα
Η συχνότερα χρησιμοποιούμενη κατηγορία φαρμάκων στη δυσκοιλιότητα είναι τα καθαρτικά, δρώντας με τους εξής διαφορετικούς μηχανισμούς, όπως περιγράφονται παρακάτω:
- Ωσμωτικά καθαρτικά: Πολυαιθυλενογλυκόλη ή μακρογόλη, ή ακόμη και σάκχαρα και πολυόλες όπως σορβιτόλη, λακτουλόζη, μανιτόλη κ.λπ., αυξάνουν τον όγκο των εντερικών υγρών, μαλακώνουν τα κόπρανα και έπειτα από τη λήψη, η δράση τους γίνεται εμφανής μεταξύ 24 και 48 ωρών αλλά αντενδείκνυνται σε περίπτωση φλεγμονώδους νόσου του εντέρου.
- Μαλακτικά καθαρτικά: Συνιστώνται σε περίπτωση σκληρών κοπράνων ή πόνου λιπαίνοντας το περιεχόμενο του εντέρου και μαλακώνοντας τα κόπρανα και περιλαμβάνουν προϊόντα με παραφίνη ή γλυκερίνη, σε μορφή στοματικής γέλης ή πόσιμου διαλύματος και υπόθετων ενώ σημαντικό είναι να αναφερθεί, η παρατεταμένη χρήση τους μπορεί να μειώσει την απορρόφηση λιποδιαλυτών βιταμινών (A, D, E και K).
- Διεγερτικά καθαρτικά: Χρησιμοποιούνται για την τόνωση του αντανακλαστικού απαλλαγής, διεγείροντας την εντερική κινητικότητα, ειδικά σε περιπτώσεις ορθικής αδράνειας. Οι δραστικές ουσίες που περιλαμβάνονται στην κατηγορία αυτή, είναι: καστορέλαιο, άλατα μαγνησίου, δισακοδύλη, καθαρτικά ανθρακινόνης (π.χ. σέννα) κ.α. Θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για σύντομες χρονικές περιόδους και δεν χορηγούνται σε ασθενείς µε υποψία απόφραξης, σε φλεγμονές του εντέρου (κολίτιδες) και χρόνιες παθήσεις του εντέρου (νόσος του Crohn) και ακόμη αντενδείκνυνται επίσης σε περιπτώσεις ταυτόχρονης χορήγησης φαρμακευτικής υποκαλιαιμικής αγωγής ή αγωγής με διγοξίνη (digoxin), όπως επίσης και σε εγκύους και θηλάζουσες μητέρες.
Ανακούφιση της διάρροιας
Τα διαλύματα (ORS) στοχεύουν στην ενυδάτωση του οργανισμού, παρέχοντας ηλεκτρολύτες (νάτριο, κάλιο, χλωρίδια) και γλυκόζη.
Χορηγούνται σε περίπτωση διάρροιας σε παιδιά και ενήλικες, για τον περιορισμό του κινδύνου αφυδάτωσης.
Για να σταματήσει η διάρροια, μπορούν να ληφθούν υπόψη διάφορες κατηγορίες φαρμάκων. Τα αντιδιαρροϊκά (λοπεραμίδη και ρασεκαδοτρίλη) ενδείκνυνται για τη θεραπεία της χωρίς πυρετό και αιματηρής διάρροιας (ήπια μη δυσεντερική διάρροια).
Η λοπεραμίδη προκαλεί επιβράδυνση της κινητικότητας του εντέρου.
Εναλλακτικά, υπάρχουν ουσίες (άνθρακας, άργιλος, υγρό πυρήτιο) οι οποίες προσροφούν νερό και μικροβιακές τοξίνες.
Τα προϊόντα αυτά, ενδέχεται να μειώσουν την απορρόφηση άλλων φαρμάκων, άρα και την αποτελεσματικότητά τους.
Δεν θα πρέπει λοιπόν να χορηγούνται ταυτόχρονα.
Τέλος, τα προβιοτικά συνιστώνται για την πρόληψη, θεραπευτική αγωγή ή θεραπεία μετά τη διάρροια, ώστε να βοηθήσουν στην αποκατάσταση της ισορροπίας της εντερικής μικροχλωρίδας.
Άννα – Μαρία Χοσαδά, Φαρμακοποιός, MSc