Το Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου (Irritable Bowel Syndrome – IBS) αποτελεί μία από τις συχνότερες λειτουργικές διαταραχές του πεπτικού συστήματος, με επιπολασμό που αγγίζει το 5–10% του πληθυσμού, εμφανίζοντας σαφή υπεροχή στις γυναίκες. Πρόκειται για μια χρόνια κατάσταση που επηρεάζει σημαντικά την ποιότητα ζωής, ενώ η ετερογένεια των συμπτωμάτων καθιστά τη διάγνωση και τη θεραπευτική προσέγγιση ιδιαίτερα απαιτητικές.

Παθοφυσιολογία
Η αιτιοπαθογένεια του IBS είναι πολυπαραγοντική, με την εκδήλωση μεταβολών στην κινητικότητα του εντέρου, σπλαχνικής ευαισθησίας, φλεγμονώδους απόκρισης, καθώς και διαταραχών της εντερικής μικροχλωρίδας.
• Διαταραχές κινητικότητας του εντέρου: Εκδηλώνονται με την εναλλαγή δυσκοιλιότητας ή/και διάρροιας, καθώς και σπασμωδικού κοιλιακού άλγους.
• Σπλαχνική υπερευαισθησία: Ενισχυμένη αντίδραση σε φυσιολογικά ερεθίσματα, οδηγώντας σε πόνο και δυσφορία. Το φαινόμενο αυτό της υπερευαισθησίας μπορεί να μην περιορίζεται στο έντερο αλλά να αφορά το πεπτικό σύστημα στο σύνολό του, γεγονός το οποίο εξηγεί γιατί ορισμένες παθολογίες όπως δυσπεψία και γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση ειδικότερα, απαντώνται συχνότερα σε ασθενείς με IBS.
• Χρόνια φλεγμονή χαμηλού βαθμού: Παρουσία λεμφοκυττάρων και μαστοκυττάρων που εκκρίνουν προφλεγμονώδεις κυτοκίνες.
• Δυσβίωση: Αφορά την ανισορροπία στη σύσταση της εντερικής μικροχλωρίδας, συχνά μετά από λοιμώξεις ή χρήση αντιβιοτικών. Η διαταραχή αυτή της μικροχλωρίδας μπορεί να προκληθεί από τη χρήση αντιβιοτικών ή από οξεία, ιογενή ή συχνότερα βακτηριακή ή παρασιτική γαστρεντερίτιδα. Η κατάσταση αυτή ονομάζεται μετα-μολυσματικό IBS, ενώ παρατηρείται βελτίωση των συμπτωμάτων με την πάροδο του χρόνου. Σε ορισμένους ασθενείς μπορεί να διαγνωστεί ακόμη μικροβιακός πολλαπλασιασμός στο λεπτό έντερο, που ονομάζεται βακτηριακή υπερανάπτυξη του λεπτού εντέρου (Sibo).
• Εντερική υπερδιαπερατότητα: Οδηγεί σε αυξημένη έκθεση του ανοσοποιητικού σε αντιγονικά ερεθίσματα, ενισχύοντας τη φλεγμονώδη αντίδραση. Τα ελαττώματα στον φραγμό του βλεννογόνου επιτρέπουν τη διέλευση αυξημένου φορτίου αντιγόνων τροφικής ή βακτηριακής προέλευσης, που είναι πιθανό να ενεργοποιήσουν την ανοσοαπόκριση του βλεννογόνου. Η απόκριση αυτή μπορεί να οδηγήσει στη συνέχεια σε φλεγμονώδη αντίδραση.
Παράγοντες που επιδεινώνουν το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου
Το στρες και οι ψυχολογικοί παράγοντες παίζουν σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση και επιδείνωση των συμπτωμάτων. Υψηλότερος επιπολασμός ψυχολογικών διαταραχών, ιδιαίτερα αγχοκαταθλιπτικών διαταραχών, εντοπίζεται σε ασθενείς με IBS. Ενώ η νόσος είναι πιο συχνά προοδευτική στην έναρξη, ορισμένοι ασθενείς κάνουν τη σύνδεση μεταξύ ενός αγχωτικού γεγονότος και της εμφάνισης των πρώτων συμπτωμάτων. Άλλοι συνδέουν τις αγχώδεις καταστάσεις με την επιδείνωση των κλινικών συμπτωμάτων.
Επιπλέον, η διατροφή –ιδίως η πρόσληψη τροφών πλούσιων σε ζυμώσιμους υδατάνθρακες (FODMAPs)– μπορεί να προκαλέσει ή να εντείνει τα συμπτώματα. Η δυσανεξία στη λακτόζη και στη γλουτένη αποτελούν επίσης πιθανούς επιβαρυντικούς παράγοντες.
Κλινική εικόνα
Το IBS χαρακτηρίζεται από χρόνιο κοιλιακό άλγος που σχετίζεται με διαταραχές κατά τη διέλευση των κοπράνων. Οι ασθενείς μπορεί να παρουσιάζουν φούσκωμα, δυσκοιλιότητα, διάρροια ή εναλλαγή αυτών των συμπτωμάτων. Ο πόνος εντοπίζεται συχνά στην κάτω κοιλιακή χώρα. Τα συμπτώματα, περισσότερο ή λιγότερο σοβαρά, εξελίσσονται σε καταστάσεις χρόνιου πόνου ή και εναλλάσσονται με περιόδους ηρεμίας. Όποιος και αν είναι ο βαθμός σοβαρότητας, η υποτροπιάζουσα και χρόνια φύση τους επιβαρύνει την καθημερινότητα και ποιότητα ζωής των ασθενών.
Οι σοβαρές μορφές που σχετίζονται με σημαντική αλλαγή στην ποιότητα ζωής πιστεύεται ότι επηρεάζουν το 20 έως 25% των ασθενών, ενώ συχνότερα συνδέονται με συννοσηρότητες, όπως: δυσπεψία, ινομυαλγία, σύνδρομο χρόνιας κόπωσης και ημικρανία.
Οι διαταραχές ύπνου, οι αγχώδεις διαταραχές και η κατάθλιψη είναι πιο συχνές σε ασθενείς με IBS.
Διάγνωση
Η διάγνωση του IBS είναι κλινική και βασίζεται στα κριτήρια της Ρώμης IV, αφού αποκλειστούν οργανικές παθήσεις. Δεν υπάρχει ειδική εργαστηριακή ή απεικονιστική εξέταση που να επιβεβαιώνει την ύπαρξη του συνδρόμου, γεγονός που συχνά οδηγεί σε καθυστέρηση στη διάγνωση.
Θεραπευτική προσέγγιση
Η αντιμετώπιση είναι πολυπαραγοντική και εξατομικευμένη. Περιλαμβάνει φαρμακολογικές και μη φαρμακολογικές παρεμβάσεις, στοχεύοντας στη μείωση του πόνου και στη ρύθμιση της εντερικής λειτουργίας. Πρώτης γραμμής θεραπείες αποτελούν τα μυοτροπικά αντισπασμωδικά, τα καθαρτικά ή οι επιβραδυντές διέλευσης, ανάλογα με τον τύπο του IBS. Η τροποποίηση της διατροφής (δίαιτα χαμηλή σε FODMAPs) και η διαχείριση του στρες, αποτελούν επίσης βασικούς άξονες παρέμβασης για τη βελτίωση της συμπτωματολογίας.
Προβιοτικά και εντερική μικροχλωρίδα

Η εντερική μικροχλωρίδα παίζει κρίσιμο ρόλο στη φυσιολογία του εντέρου. Η δυσβίωση έχει συσχετιστεί με αυξημένη εντερική διαπερατότητα και ενεργοποίηση της φλεγμονώδους αντίδρασης. Τα προβιοτικά, με στόχο την αποκατάσταση της ισορροπίας της μικροχλωρίδας, έχουν δείξει σε ορισμένες μελέτες ευεργετικά αποτελέσματα στη μείωση του φουσκώματος και του κοιλιακού άλγους. Στόχος των προβιοτικών είναι να εξισορροπήσουν τη μικροχλωρίδα του εντέρου και να διορθώσουν τη δυσβίωση που δυνητικά υπάρχει στο σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου. Καθότι φυσικά και καλά ανεκτά, χρησιμοποιούνται συχνά από ασθενείς, μόνα τους ή σε συνδυασμό με συνταγογραφούμενες θεραπείες.
Ωστόσο τα δεδομένα παραμένουν ετερογενή και τα οφέλη είναι στελέχο-εξαρτώμενα. Από πολυάριθμες κλινικές μελέτες που έχουν διεξαχθεί, έχουν φανεί ενθαρρυντικά αποτελέσματα τα οποία ωστόσο θα πρέπει να επιβεβαιωθούν από δοκιμές μεγαλύτερης κλίμακας. Σε κάθε περίπτωση, τα πιθανά οφέλη που αποδίδονται σε ένα στέλεχος ή συνδυασμό στελεχών δεν μπορούν να επεκταθούν σε άλλα.
Προφυλάξεις
Αναφέρονται σπάνιες περιπτώσεις διεισδυτικών λοιμώξεων που σχετίζονται με τη χρήση προβιοτικών, πιο συχνά σε σοβαρά εξασθενημένα ή ανοσοκατεσταλμένα άτομα. Επομένως τα προβιοτικά δεν συνιστώνται σε περίπτωση ανοσοκαταστολής.
Προσοχή θα πρέπει να δίνεται και στη χορήγηση της μαγιάς S. Boulardii, καθώς αντενδείκνυται επίσης σε ασθενείς με ανοσοανεπάρκεια, λόγω κινδύνου μυκητίασης.
Συμβουλές

Για τη βελτίωση της καθημερινότητας και την ανακούφιση των συμπτωμάτων του συνδρόμου ευερέθιστου εντέρου, προτείνονται τα εξής:
- Συνιστάται η κατανάλωση τριών γευμάτων την ημέρα, σε μέτριες ποσότητες, ώστε να αποφεύγεται το αίσθημα βάρους ή η υπερβολική πείνα μεταξύ των γευμάτων.
- Το φαγητό καλό είναι να καταναλώνεται σε ήρεμο περιβάλλον, με αργό ρυθμό και καλή μάσηση.
- Η κατανάλωση ανθρακούχων ποτών, γλυκαντικών χωρίς ζάχαρη (όπως οι πολυόλες) και τροφών που προκαλούν ζύμωση, καλό είναι να αποφεύγεται, καθώς ενδέχεται να επιδεινώνουν τα συμπτώματα, προκαλώντας φούσκωμα ή διάρροια.
- Η πρόσληψη λιπαρών και πικάντικων τροφίμων, αλκοόλ, καφέ, λάχανου και κρεμμυδιών, θα πρέπει να περιορίζεται.
- Η πρόσληψη υγρών να είναι επαρκής και ομοιόμορφα κατανεμημένη καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας.
- Τα λαχανικά είναι προτιμότερο να καταναλώνονται μαγειρεμένα, έστω και ελαφρώς, καθώς οι φυτικές ίνες τους είναι πιο εύπεπτες σε αυτή τη μορφή σε σύγκριση με τα ωμά.
Ο ρόλος του φαρμακοποιού
Ο φαρμακοποιός διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην καθοδήγηση και υποστήριξη των ασθενών με σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου. Η εκπαίδευση του ασθενή σχετικά με τη σωστή λήψη των φαρμάκων, τη διατροφή, τη σημασία της συμμόρφωσης στη θεραπεία και τη διαχείριση του στρες, είναι καίριας σημασίας. Επιπλέον, μπορεί να προτείνει κατάλληλα προβιοτικά ή συμπληρώματα, να αναγνωρίσει πιθανά φαρμακευτικά σχήματα που επιδεινώνουν τα συμπτώματα και να συμβάλει στη διασύνδεση του ασθενούς με τον θεράποντα ιατρό.
Συμπέρασμα
Το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου αποτελεί μια σύνθετη, αλλά συχνή διαταραχή με πολλαπλές βιολογικές και ψυχολογικές διαστάσεις. Η ολιστική, εξατομικευμένη προσέγγιση που περιλαμβάνει τον φαρμακοποιό ως ενεργό μέλος της ομάδας υγείας, μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την ποιότητα ζωής των ασθενών.
Από τη ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΣΑΝΤΗΛΑ, Φαρμακοποιό, MSc