Είναι γεγονός πως ο εμβολιασμός αποτελεί το αποτελεσματικότερο μέσο πρόληψης κατά των λοιμωδών νοσημάτων και σύμφωνα με στοιχεία του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), αποτρέπει 3,5 έως 5 εκατομμύρια θανάτους παγκοσμίως σε ετήσια βάση.
Σκοπός της διενέργειας των εμβολίων είναι η ενεργοποίηση της άμυνας του οργανισμού έναντι ενός συγκεκριμένου αντιγόνου, προετοιμάζοντας το ανοσοποιητικό σύστημα σε περίπτωση λοίμωξης.
Ο εμβολιασμός μειώνει τη νοσηρότητα και θνησιμότητα, παρέχοντας προστασία από τις επιπλοκές της φυσικής λοίμωξης και οδηγεί σε σημαντική εξοικονόμηση πόρων για τα συστήματα υγείας.
Γενικά στοιχεία
Ο εμβολιασμός διεγείρει τη φυσική άμυνα του οργανισμού έναντι ενός παθογόνου, χωρίς να εκδηλώνεται λοίμωξη, εισάγοντας ολόκληρο ή μέρος ενός μολυσματικού παράγοντα σε αβλαβή μορφή και προκαλεί ειδική ανοσία με παραγωγή κυττάρων μνήμης, προστατεύοντας το άτομο από τα συμπτώματα της λοίμωξης αφού είναι μια μορφή ενεργητικής ανοσοποίησης με τεχνητό τρόπο.
Μπορεί επίσης να παρέχει συλλογική προστασία, όταν η εμβολιαστική κάλυψη και η αποτελεσματικότητα του εμβολίου επαρκούν για τη σημαντική μείωση της κυκλοφορίας του μολυσματικού παράγοντα, περιορίζοντας έτσι τον κίνδυνο επαφής και μόλυνσης ευπαθών, μη εμβολιασμένων ή ανεπαρκώς εμβολιασμένων ατόμων (βρέφη, άτομα με αντενδείξεις κ.λπ.).
Αυτή η «αλτρουιστική» διάσταση, δεν αφορά ωστόσο όλα τα εμβόλια: για παράδειγμα το εμβόλιο κατά του τετάνου, παρέχει μόνο ατομική προστασία.
Οι διάφοροι τύποι των εμβολίων
- Μολυσματικός παράγοντας
Τα εμβόλια αυτά, περιέχουν τον ζώντα μολυσματικό παράγοντα, του οποίου η παθογένεια έχει εξασθενίσει έντονα με διαδοχικές καλλιέργειες ή φυσικοχημική επεξεργασία.
Προκαλούν ανοσολογική προστασία παρόμοια με εκείνη που θα προέκυπτε έπειτα από φυσική μόλυνση, χωρίς τον κίνδυνο και τα συμπτώματα αυτής.
Έχουν υψηλή ανοσογονική ισχύ και επομένως απαιτούν λιγότερες δόσεις αλλά από την άλλη, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς και κατά την διάρκεια εγκυμοσύνης, λόγω του χαμηλού αλλά υπαρκτού κινδύνου ανάπτυξης λοίμωξης.
Παραδείγματα: εμβόλιο κίτρινου πυρετού, παρωτίτιδας, ιλαράς, ερυθράς, ανεμοβλογιάς, έρπητα ζωστήρα και φυματίωσης (BCG, για βάκιλο Calmette και Guérin).
- Ιικός φορέας
Τα εμβόλια αυτά, χρησιμοποιούν έναν ζωντανό ιό, αβλαβή για τον άνθρωπο, για να μεταφέρουν ένα θραύσμα νουκλεϊκού οξέος του παθογόνου.
Ορισμένα εμβόλια είναι μη αναπαραγόμενα σε κύτταρα, όπως αυτά κατά της COVID-19 από τη Janssen (Jcovden) και την AstraZeneca (Vaxzevria), που χρησιμοποιούν έναν τροποποιημένο αδενοϊό για να συνθέσουν την πρωτεΐνη S του ιού SARS-CoV-2.
- Αδρανή εμβόλια
Τα εμβόλια αυτά, μπορεί να περιέχουν στη σύστασή τους:
– Tον μολυσματικό παράγοντα στο σύνολό του, αλλά αδρανοποιημένο έπειτα από φυσικοχημική επεξεργασία (εμβόλια ηπατίτιδας Α, πολιομυελίτιδας, λύσσας, κνησμώδους εγκεφαλίτιδας, χολέρας κ.λπ.)
– Ένα αντιγονικό τμήμα του παθογόνου (εμβόλια διφθερίτιδας, τετάνου)
– Μία πρωτεΐνη που παράγεται με εκχύλιση (εμβόλιο ακυτταρικού κοκκύτη) ή ανασυνδυασμένη πρωτεΐνη (εμβόλια μηνιγγιτιδόκοκκου Β, ηπατίτιδας Β)
– Σωματίδια που μοιάζουν με ιούς (VLPs) όπου χρησιμοποιείται το πρωτεϊνικό περίβλημα του καψιδίου του στοχευόμενου ιού. Το εμβόλιο HPV περιέχει το σωματίδιο, χωρίς να φέρει γενετικό υλικό του ιού
– Πολυσακχαρίτες ασθενώς ανοσογόνους με παράδειγμα τα μη συζευγμένα όπως το 23-δύναμο του πνευμονιόκοκκου ή τα συζευγμένα.
Τα συζευγμένα εμβόλια συνδέουν το αντιγονικό θραύσμα με μια πρωτεΐνη-φορέα, προκειμένου να ενισχύσουν και να καταστήσουν πιο ανθεκτική την ανοσολογική απόκριση.
Παραδείγματα αποτελούν τα εμβόλια του Haemophilus influenzae τύπου b ή HIB, του πνευμονιόκοκκου (13-δύναμο), του μονοσθενή μηνιγγιτιδόκοκκου C κ.λπ.
– Νουκλεϊνικό οξύ το οποίο περιέχεται σε ένα μικρό ενθυλακωμένο τμήμα του mRNA του παθογόνου και χρησιμοποιείται στο γενετικό υλικό των ανθρώπινων κυττάρων για την παραγωγή αντιγονικών σωματιδίων του παθογόνου (Comirnaty της Pfizer και το mRNA Spikevax της Moderna κατά της COVID-19).
Αυτά τα εμβόλια έχουν το πλεονέκτημα ότι δεν εκθέτουν τον οργανισμό σε μολυσματικό κίνδυνο αλλά, από την άλλη, η ανοσοποιητική τους δύναμη είναι μικρότερη, απαιτώντας αρκετές αναμνηστικές δόσεις με συχνή την προσθήκη ενός ανοσοενισχυτικού.
Άλλα στοιχεία που περιέχονται στη σύσταση των εμβολίων
- Ανοσοενισχυτικά
Βελτιστοποιούν την ανοσιακή απόκριση του οργανισμού έναντι των περιεχόμενων αντιγόνων, επιτρέποντας τη μείωση του αριθμού των δόσεων. Είναι ιδιαίτερα χρήσιμα για την αύξηση της αποτελεσματικότητας των εμβολίων που δεν περιέχουν ζώντες εξασθενημένους μικροοργανισμούς.
- Συντηρητικά και σταθεροποιητές
Εξασφαλίζουν τη βιολογική και φυσική σταθερότητα του παρασκευάσματος.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα συντηρητικών είναι οι φαινόλες και η φαινοξυαιθανόλη που χρησιμοποιούνται για την πρόληψη του πολλαπλασιασμού των μικροοργανισμών.
Συχνά χρησιμοποιούμενοι σταθεροποιητικοί παράγοντες είναι τα σάκχαρα, τα αμινοξέα και πρωτεΐνες, όπως ζελατίνη και αλβουμίνη, για τη βελτιστοποίηση της θερμικής σταθερότητας και της ομοιογένειας του διαλύματος.
Χορήγηση εμβολίων
Η πλειοψηφία των ενέσιμων εμβολίων πρέπει να χορηγείται ενδομυϊκά λόγω καλύτερης ανοχής (λιγότερο ερύθημα ή τοπικό οίδημα) και καλύτερης ανοσολογικής απόκρισης.
Χορηγούνται κατά προτίμηση στο βραχίονα του δελτοειδούς μυός σε ενήλικες και παιδιά άνω του 1 έτους, ή στον εξωτερικό μεγάλο μυ στην πρόσθια πλευρά του μηρού για τα βρέφη, ο δελτοειδής μυς των οποίων δεν έχει αναπτυχθεί επαρκώς.
Ο εμβολιασμός δεν διενεργείται πλέον στον γλουτό λόγω κινδύνου βλάβης στο ισχιακό νεύρο και μειωμένης ανοσογονικότητας εάν η ένεση γίνει στο λιπώδη ιστό.
Ωστόσο, η υποδόρια οδός είναι δυνατή για ορισμένα εμβόλια και συνιστάται ακόμη και για ζωντανά εμβόλια με υψηλή ανοσογονικότητα, όπως της ιλαράς-παρωτίτιδας-ερυθράς (MMR), του κίτρινου πυρετού και της ευλογιάς των πιθήκων.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, η υποδόρια οδός προτιμάται σε ασθενείς με υψηλό κίνδυνο αιμορραγίας (αιμοφιλικοί ή λαμβάνοντες αντιπηκτικά).
Μόνο το BCG πρέπει να ενίεται ενδοδερμικά στην εξωτερική επιφάνεια του βραχίονα, για να περιοριστεί η εμφάνιση ορισμένων ανεπιθύμητων ενεργειών (λοίμωξη, υπερβολική ανοσολογική απόκριση με εξέλκωση κ.λπ.).
Προφυλάξεις και ανεπιθύμητες ενέργειες εμβολίων
Όπως κάθε φάρμακο έτσι και τα εμβόλια μπορεί να προκαλέσουν ανεπιθύμητες ενέργειες.
Η πλειονότητά τους ωστόσο αφορά την εκδήλωση παροδικών και αμελητέων αντιδράσεων.
Οι τοπικές αντιδράσεις στο σημείο της ένεσης (πόνος, ερύθημα, οίδημα κ.λπ.) είναι οι πιο συχνές και εκδηλώνονται συνήθως εντός των πρώτων ωρών από την ένεση (εκτός από το BCG όπου μπορεί να καθυστερήσουν αρκετές εβδομάδες).
Συνήθως, εμφανίζονται συχνότερα σε ανοσοενισχυμένα και αδρανοποιημένα εμβόλια ή/και εμβόλια χορηγούμενα δια της υποδόριας και ενδοδερμικής οδού.
Συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν επίσης μέτριο πυρετό (κάτω από 39°C), κόπωση, κεφαλαλγία και μυαλγία. Εμφανίζονται εντός 48 ωρών από τη χορήγηση ενός εμβολίου και σηματοδοτούν την ενεργοποίηση της ανοσολογικής απόκρισης.
Στην περίπτωση των εμβολίων με ζώντες μικροοργανισμούς, μπορεί να καθυστερήσουν ακόμα και 1 με 2 εβδομάδες.
Αλλεργικές αντιδράσεις σε ορισμένα συστατικά του εμβολίου είναι επίσης πιθανές, συνήθως εντός μίας ώρας από τη χορήγησή του.
Εκδηλώνονται με κνίδωση, περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένη, αγγειοοίδημα ή σπανιότερα αναφυλακτικό σοκ (λιγότερο από 1/500.000 δόσεις), γεγονός που αποτελεί αντένδειξη στην επαναχορήγηση νέας δόσης του εμβολίου μέχρι την ολοκλήρωση της αλλεργιολογικής διερεύνησης.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο εμβολιαστής θα πρέπει να διαθέτει αντιισταμινικό, δισκία κορτιζόνης και αδρεναλίνη και να γνωρίζει το πρωτόκολλο άμεσης επέμβασης.
Αντενδείξεις
Οι αντενδείξεις στον εμβολιασμό είναι σπάνιες.
Ουσιαστικά, η βασικότερη αντένδειξη είναι το ιστορικό σοβαρής αναφυλλακτικής αντίδρασης στα συστατικά του εμβολίου ή στη χορήγηση προηγούμενης δόσης.
Τα εμβόλια mRNA κατά της COVID-19 δεν ενδείκνυται στις περιπτώσεις ιστορικού μυοκαρδίτιδας ή μυοπερικαρδίτιδας που σχετίζεται με λοίμωξη SARS-CoV2.
Το παιδιατρικό πολυσυστηματικό φλεγμονώδες σύνδρομο, η μυοκαρδίτιδα ή η μυοπερικαρδίτιδα κατά τη διάρκεια προηγούμενου εμβολιασμού, μπορούν επίσης να δικαιολογήσουν τη μη χορήγηση νέας δόσης, μετά από διεπιστημονική ιατρική συμβουλή.
Τα εμβόλια με ζώντες μικροοργανισμούς, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, αντενδείκνυνται σε περιπτώσεις συγγενούς ή επίκτητης ανοσοκαταστολής (νόσος ή ανοσοκατασταλτική θεραπεία) και κατά τη διάρκεια εγκυμοσύνης, εκτός εάν υπάρχει σημαντικός κίνδυνος.
Άλλες προσωρινές αντενδείξεις που οδηγούν σε αναβολή του εμβολιασμού, είναι η οξεία εμπύρετη λοίμωξη, η έξαρση εκτεταμένης δερματοπάθειας εκζεματικού τύπου (για το BCG), καθώς και η θεραπεία με ανοσοσφαιρίνες ή προϊόντα αίματος όπου απαιτείται αναμονή 5 μηνών πριν από τον εμβολιασμό.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΑΝΕΤΑΣ, MPharm, MSc International Health Management