Ο διαβήτης, ως παθολογία, χαρακτηρίζεται πλέον μια πανδημία για την εποχή μας με αιτίες που εντοπίζονται κυρίως στο τρόπο ζωής και στη διατροφή, αλλά και στην κληρονομικότητα, την παχυσαρκία και τη γήρανση του πληθυσμού.
Ο ρόλος του φαρμακοποιού στην πληροφόρηση του ασθενή όχι μόνο πάνω στη σωστή θεραπευτική τους κατεύθυνση, αλλά παράλληλα και στον συνεχή αυτοέλεγχο, είναι αναμφισβήτητα πρωταρχικός για τη ρύθμιση του διαβήτη και την αποφυγή μακροχρόνιων επιπλοκών.
Ας δούμε μία περίπτωση στον πάγκο του φαρμακείου…
«Είμαι διαβητικός και συχνά δεν ελέγχω σωστά το σάκχαρό μου. Έχω ένα συνεχές άγχος, μια νευρικότητα και μία συχνουρία και ο γιατρός μου συνέστησε να ελέγχω και τις κετόνες στο αίμα μου. Τι είναι αυτό, είναι πράγματι απαραίτητο;»
Η απάντησή σας μπορεί να είναι:
«Ο γιατρός σας έχει δίκιο που σας ζητά να κάνετε αυτήν την εξέταση. Η παρουσία των κετονών στο αίμα και κατ’ επέκταση στα ούρα, μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές καταστάσεις σε άτομα σαν εσάς που δεν ελέγχετε συχνά το σάκχαρό σας και παράλληλα έχετε συνεχές άγχος.
Ο έλεγχος κετονών γίνεται προς αποφυγή της εμφάνισης Διαβητικής Κετοξέωσης, μια ιδιαίτερα σοβαρή κατάσταση που δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν μια απλή επιπλοκή».
Τι είναι τα κετονικά σώματα
Ο διαβήτης χαρακτηρίζεται από έλλειψη ινσουλίνης, η οποία βοηθά τους μύες να απορροφούν γλυκόζη από το αίμα.
Έτσι, όταν ο οργανισμός χρειάζεται ενέργεια και δεν έχει αρκετή ή καθόλου ινσουλίνη, αρχίζει και διασπά λίπος αντί για γλυκόζη.
Με αυτόν τον τρόπο παράγονται ορισμένα προϊόντα διάσπασης που ονομάζονται κετονικά σώματα.
Πρόκειται για τοξικά οξέα που αρχικά εμφανίζονται στο αίμα και τελικά περνάνε στα ούρα.
Η συσσώρευσή τους στον οργανισμό ενδέχεται να προκαλέσει μια κατάσταση που ονομάζεται κέτωση και σε σοβαρότερη περίπτωση διαβητική κετοοξέωση.
Τι σημαίνει η παρουσία κετονικών σωμάτων σε άτομο με διαβήτη και υψηλό σάκχαρο
Η τριάδα υπεργλυκαιμία, αφυδάτωση και κετοοξέωση, αν δεν αντιμετωπισθεί έγκαιρα μπορεί να οδηγήσει σε κώμα.
Αυτό μπορεί να συμβεί σε άτομα με διαβήτη τύπου Ι που κάνουν ενέσεις ινσουλίνης αλλά δεν παίρνουν τη σωστή δόση ή παραλείπουν τις ενέσεις τους.
Επίσης, μεγαλύτερο κίνδυνο κετοοξέωσης έχουν τα άτομα που φέρουν αντλία συνεχούς έγχυσης ινσουλίνης σε περίπτωση βλάβης της αντλίας, η απόφραξης του καθετήρα.
Αυτό μπορεί να αποτραπεί με συχνές μετρήσεις σακχάρου και κετόνης στο αίμα.
Επιπλέον, υψηλό κίνδυνο διατρέχουν και οι γυναίκες με διαβήτη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, για αποφυγή πιθανού κινδύνου έκθεσης του εμβρύου στα κετονικά σώματα.
Η διαβητική κετοοξέωση είναι μια ιδιαίτερα επικίνδυνη κατάσταση.
Τα συμπτώματά της περιλαμβάνουν ναυτία και εμετό, πόνους στην κοιλιά, δίψα με πολυουρία, αδυναμία, φρουτώδη οσμή στην αναπνοή ακόμη και απώλεια αισθήσεων.
Μπορεί να παρουσιασθεί κυρίως στον διαβήτη τύπου Ι και σπανιότερα στον διαβήτη τύπου ΙΙ.
Πότε πρέπει να ελέγχετε τις κετόνες;
- Κατά τη διάρκεια οξείας ασθένειας ή καταστάσεων άγχους ή όταν η γλυκόζη αίματος > 300mg/dl.
- Όποτε εμφανίζονται τα συμπτώματα της ΔΚΟ (π.χ ναυτία, εμετοί, πόνοι στην κοιλιά).
- Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
- Όταν το σάκχαρο είναι υψηλό και πρόκειται να ακολουθήσει σωματική άσκηση. Απαγορεύεται η άσκηση όταν υπάρχει κετοοξέωση γιατί υποδηλώνει έλλειψη ινσουλίνης. Συνεπώς δεν μπορεί να μπεί η γλυκόζη μέσα στο μυϊκό κύτταρο και να χρησιμοποιηθεί ως καύσιμο. Κάτι τέτοιο έχει σαν αποτέλεσμα ο οργανισμός στη προσπάθεια του να βρει καύσιμα, να κινητοποιήσει μηχανισμούς οι οποίοι τελικά θα επιδεινώσουν την κετοοξέωση κατά τη διάρκεια της άσκησης(λόγω παραγωγής γαλακτικού οξέος).
Γιατί πρέπει να μετράται η κετόνη στο αίμα αντί στα ούρα;
Η μέτρηση της κετόνης μπορεί να γίνει στο αίμα ή στα ούρα.
Η εξέταση ούρων παρέχει πληροφορίες μόνο σχετικά με το ποια ήταν τα επίπεδα κετόνης 2-4 ώρες πριν από τη μέτρηση και εξαρτάται από τη δυνατότητα ούρησης του κάθε ατόμου.
Με τη μέτρηση κετόνης στο αίμα, οι κετόνες ανιχνεύονται πιο γρήγορα και πιο εύκολα και πιο αξιόπιστα (σύμφωνα με την Αμερικάνικη Διαβητολογική εταιρεία).
Η μέτρηση στο αίμα μας δίνει ένα ξεκάθαρο ποσοτικό αποτέλεσμα, ενώ παράλληλα μετράμε τα επίπεδα κετόνης τη χρονική στιγμή που γίνεται η μέτρηση, χωρίς καμία χρονική υστέριση.
Συνεπώς, μπορούμε να αποτρέψουμε τον κίνδυνο εμφάνισης διαβητικής κετοοξέωσης και την εισαγωγή στο νοσοκομείο.
Πώς μετράτε την κετόνη στο αίμα;
Η μέτρηση της κετόνης στο αίμα μπορεί να γίνει είτε στο μικροβιολογικό εργαστήριο είτε με ειδικό μετρητή αυτομέτρησης.
Στην Ελλάδα, υπάρχουν μετρητές σακχάρου που μετράνε και την κετόνη στο αίμα.
Ετσι, τα άτομα με διαβήτη μπορούν να μετρούν σάκχαρο και κετόνη στο αίμα στον ίδιο μετρητή χρησιμοποιώντας διαφορετικές ταινίες, άλλες για τη γλυκόζη και άλλες για την κετόνη.
Η μέτρηση της κετόνης στο αίμα είναι εξαιρετικά απλή και πραγματοποιείται σε μόλις 10 δευτερόλεπτα. Εντούτοις ,ο γιατρός είναι αυτός που καθορίζει πότε πρέπει να γίνεται η μέτρηση κετόνης.
Εκτίμηση των αποτελεσμάτων κετόνης στο αίμα
Φυσιολογικές τιμές: Χαμηλότερο των 0,6 mmol/l
Προσοχή: Μεταξύ 0.6- 1,5mmol/l και η μέτρηση γλυκόζης αίματος είναι πάνω από 300mg/dl, υπάρχει κίνδυνος εμφάνισης προβλήματος, απαιτείται άμεση ρύθμιση της γλυκαιμίας και ιατρική παρακολούθηση.
Εάν η κετόνη είναι υψηλή και η γλυκαιμία χαμηλή, οφείλεται σε ανεπάρκεια παροχής γλυκόζης λόγω παρατεταμένης νυστίας. Η άμεση κατανάλωση φαγητού είναι η λύση.
Μεγάλη προσοχή: Πάνω από 1,5mmol/l και η μέτρηση γλυκόζης αίματος είναι πάνω από 300mg/dl, υπάρχει κίνδυνος εμφάνισης διαβητικής κετοοξέωσης.
Άμεση επικοινωνία με τον θεράποντα ιατρό γιατί η διαβητική κετοοξέωση είναι μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Πόπη Χαραμή, Φαρμακοποιός