Η καλοήθης υπερπλασία του προστάτη (ΚΥΠ), είναι μια παθολογία που συνδέεται κυρίως με το γήρας. Υπολογίζεται πως το 60% των ανδρών μετά τα 60 έτη, θα εμφανίσει την πάθηση αυτή, ενώ το 90% από αυτούς, μετά τα 85.
Παρά την καλοήθη φύση της, μπορεί να μην είναι υποφερτή από ορισμένους ασθενείς, επηρεάζοντας την ποιότητα ζωής τους.
Συχνά προβλήματα του ασθενούς με ΚΥΠ:
«Δυσκολεύομαι να ουρήσω!».
«Δεν κοιμάμαι καλά γιατί συχνά σηκώνομαι το βράδυ για να ουρήσω».
Τι είναι η ΚΥΠ;
Η ΚΥΠ είναι μια συχνή παθολογία μη καρκινικής προέλευσης, που ευνοείται από τη γήρανση και εμφανίζεται σε άνδρες άνω των 50 ετών. Συνδέεται με την ανάπτυξη προστατικού αδενώματος, το οποίο αυξάνοντας τον όγκο του προστάτη σε επίπεδο κεντρικού τμήματος, προκαλεί συμπίεση της ουρήθρας και συνεπώς δυσκολία στη ροή των ούρων.
Εκδηλώνεται με συμπτώματα στο κατώτερο ουροποιητικό σύστημα, εμποδίζοντας τη φυσιολογική λειτουργία του.
Ο ασθενής μπορεί να αναφέρει καθυστέρηση στην έναρξη της ούρησης, δυσουρία, αδύναμο πίδακα ή καθυστερημένες σταγόνες, πολυουρία (ημερήσια και νυχτερινή), επείγουσα ανάγκη για ούρηση, αλλά και αίσθημα καύσου κατά την ούρηση. Η πάθηση ωστόσο, μπορεί να είναι και ασυμπτωματική.
Τέλος, σημειώστε ότι η ένταση των συμπτωμάτων που βιώνει ο ασθενής, δεν είναι ανάλογη με τον όγκο του προστάτη.
Υπάρχουν παράγοντες κινδύνου;
Στην ΚΥΠ, η ηλικία είναι ο κύριος παράγοντας κινδύνου αφού η συχνότητα εμφάνισής της, αυξάνεται σαφώς με τη γήρανση. Μελέτες έχουν δείξει επίσης, ότι η πιο κοινή συννοσηρότητα που σχετίζεται με την ΚΥΠ, είναι το μεταβολικό σύνδρομο.
Ο κακός τρόπος ζωής, η έλλειψη δραστηριότητας αλλά και η υπερβολικά πλούσια διατροφή, η οποία μπορεί να προάγει μια χρόνια φλεγμονώδη κατάσταση στον προστάτη, μπορούν να οδηγήσουν στην έκκριση αυξητικών παραγόντων σε αυτό το επίπεδο.
Επιπλέον, η χρόνια υπερινσουλιναιμία είναι ικανή να διεγείρει την ανάπτυξη των κυττάρων του προστάτη.
Πώς εξελίσσεται η ΚΥΠ;
Υπάρχουν δύο τύποι επιπλοκών ΚΥΠ. Ξεκινώντας από τις οξείες, η ΚΥΠ μπορεί να οδηγήσει στην ξαφνική εμφάνιση όγκου στην ουροδόχο κύστη, που χαρακτηρίζεται από έντονη επιθυμία για ούρηση αλλά ταυτόχρονη κατακράτηση.
Στην περίπτωση αυτή, απαραίτητη είναι η επείγουσα παρέμβαση για να πραγματοποιηθεί παροχέτευση ούρων από την ουροδόχο κύστη. Άλλες πιθανές οξείες επιπλοκές: εμφάνιση ουρογεννητικών λοιμώξεων, αιματουρία ή οξεία αποφρακτική νεφρική ανεπάρκεια.
Η ΚΥΠ μπορεί να είναι και η αιτία χρόνιων επιπλοκών. Μπορεί να προκαλέσει τη δημιουργία ενός όγκου στην ουροδόχο κύστη (αλλά αυτή τη φορά χωρίς ανάγκη για ούρηση) που είναι υπεύθυνος για την ούρηση ή την ακράτεια ούρων, λόγω υπερχείλισης.
Ωστόσο, η χρόνια στάση των ούρων στην ουροδόχο κύστη, μπορεί επίσης να οδηγήσει στον σχηματισμό λίθων, οι οποίοι από μόνοι τους προκαλούν επεισόδια αιματουρίας ή επαναλαμβανόμενες λοιμώξεις του ουροποιητικού.
Τέλος, στα πιο προχωρημένα στάδια της, η ΚΥΠ μπορεί να οδηγήσει σε χρόνια αποφρακτική νεφρική ανεπάρκεια.
Η ΚΥΠ δεν αποτελεί αίτιο εμφάνισης καρκίνου του προστάτη. Από την άλλη όμως, λόγω του ότι αυτές οι δύο παθολογίες ευνοούνται από τη γήρανση, είναι σύνηθες να αναζητούμε και την παρουσία καρκίνου του προστάτη κατά τη διάγνωση της ΚΥΠ.
Πώς γίνεται η διάγνωση;
Η αρχική αξιολόγηση βασίζεται κυρίως σε ερωτήσεις προς τον ασθενή, χρησιμοποιώντας ένα τυποποιημένο ερωτηματολόγιο που ονομάζεται IPSS (International Prostate Symptom Score).
Αυτό καθιστά δυνατή την αξιολόγηση της σοβαρότητας και του αντίκτυπου στην ποιότητα ζωής των ασθενών.
Συνιστάται επίσης η αξιολόγηση της σεξουαλικής λειτουργίας μέσω ερωτηματολογίου, καθώς οι διαταραχές συνδέονται συχνά με συμπτώματα του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος.
Στη συνέχεια, ο γιατρός θα πραγματοποιήσει μια φυσική εξέταση, συμπεριλαμβανομένης μιας ψηφιακής ορθικής εξέτασης. Η εξέταση αυτή, όχι μόνο καθιστά δυνατή τη διάγνωση της ΚΥΠ αλλά και την ανίχνευση τυχόν σχετικού καρκίνου του προστάτη στον ίδιο αδένα.
Έτσι, σε περίπτωση ΚΥΠ, ο γιατρός θα βρει έναν αδένα αυξημένο σε όγκο, εύκαμπτο, λείο, κανονικό με εξαφάνιση της μέσης αυλάκωσης.
Από την άλλη πλευρά, εάν η εξέταση του ορθού αποκαλύπτει σημάδια καρκίνου του προστάτη, όπως σκληρό οζίδιο ή ασυμμετρία, θα πρέπει να γίνει βιοψία για να αποκλειστεί κάθε κίνδυνος κακοήθειας.
Άλλες εξετάσεις, προαιρετικές, στις οποίες μπορεί να υποβληθεί ο ασθενής, είναι το επίπεδο PSA (Prostatic Specific Antigen), η μέτρηση κρεατινίνης και το υπερηχογράφημα νεφρού.
Αυτό καθιστά δυνατή την αξιολόγηση της επίδρασης της ΚΥΠ στο ανώτερο ουροποιητικό σύστημα αλλά και στην κατώτερη οδό, ιδίως αναζητώντας εκκολπώματα ή πέτρες στην ουροδόχο κύστη.
Όσον αφορά το υπερηχογράφημα προστάτη, συμπληρώνει τα δεδομένα που παρέχει η ψηφιακή εξέταση του ορθού με εκτίμηση του όγκου του προστάτη.
Τέλος, η ροομετρία καθιστά δυνατή την ποσοτικοποιήση της απόφραξης της ουρήθρας, μελετώντας διάφορες παραμέτρους: όγκο και διάρκεια ούρησης, μέγιστη ροή και μέση ροή.
Πότε προτείνεται θεραπεία;
Η απόφαση για τη χορήγηση ή όχι θεραπείας σε έναν ασθενή με συμπτωματική ΚΥΠ, εξαρτάται από διάφορα κριτήρια, όπως: τη σημασία των διαταραχών του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος, τη λειτουργική έκπτωση του ασθενούς, τον αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής του, αλλά και την προσωπική του επιλογή.
Μπορούμε έτσι να διακρίνουμε 3 διαφορετικές καταστάσεις
Αρχικά την απλή παρακολούθηση, συνοδευόμενη από αλλαγές στον τρόπο ζωής και διατροφής, οι οποίες μπορεί να αρκούν στην περίπτωση ασυμπτωματικής ΚΥΠ ή μη εντοπισμένης ΚΥΠ, με ελάχιστα ή μέτρια συμπτώματα και χωρίς διαταραχή της ποιότητας ζωής.
Στη συνέχεια, σε περίπτωση μη εντοπισμένης ΚΥΠ με ελάχιστα ή μέτρια συμπτώματα, αλλά με μειωμένη ποιότητα ζωής, θα προσφερθεί ιατρική θεραπεία στον ασθενή.
Τέλος, μπορεί να απαιτηθεί θεραπεία μέσω χειρουργικής επέμβασης, σε περίπτωση ΚΥΠ μέτριας ή σοβαρής μορφής συμπτωμάτων ανθεκτικών στην ιατρική θεραπεία, αλλά και εάν ο ασθενής το επιθυμεί.
Πράγματι, οι προτιμήσεις του λαμβάνονται υπόψη, εφόσον έχει ενημερωθεί πλήρως για τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της κάθε επιλογής.
Μια προσέγγιση που εναπόκειται φυσικά στον γιατρό, αλλά και τον φαρμακοποιό και την ομάδα του, ειδικά όσον αφορά τις φαρμακευτικές θεραπείες.
Ποια φάρμακα χρησιμοποιούνται στην ΚΥΠ;
Η θεραπευτική αντιμετώπιση έχει δύο στόχους: τη βελτίωση της άνεσης και της ποιότητας ζωής του ασθενούς αλλά και την πρόληψη των επιπλοκών. Η επιλογή της θεραπείας εξαρτάται από τα συμπτώματα του ασθενούς, τις προσδοκίες του, αλλά και τις παρενέργειες που επιθυμεί να αποφύγει (ιδιαίτερα όσον αφορά τις ανεπιθύμητες σεξουαλικές επιδράσεις).
Θεραπείες πρώτης γραμμής
φυτικά σκευάσματα
Δύο φυτικά σκευάσματα τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την ανακούφιση των συμπτωμάτων της ΚΥΠ, είναι: προϊόντα με βάση το εκχύλισμα Serenoa repens (ή Saw Palmetto), αλλά και με εκχύλισμα Pygeumafricanum.
Συνιστάται ακολούθηση της θεραπείας για χρονικό διάστημα 6 έως 8 εβδομάδων και συνέχισή της, αν χρειαστεί. Οι θεραπείες αυτές, παρουσιάζουν λίγες παρενέργειες και δεν προκαλούν σεξουαλικά προβλήματα.
α1-αναστολείς
Υπάρχουν αναστολείς των α1 αδρενεργικών υποδοχέων, όπως: αλφουζοσίνη, δοξαζοσίνη, σιλοδοσίνη, ταμσουλοσίνη και τεραζοσίνη. Τα φάρμακα αυτά, δρουν αναστέλλοντας τους υποδοχείς α-1 με εκλεκτική επίδραση σε αυτούς που βρίσκονται στην ουροδόχο κύστη, την ουρήθρα και τον προστάτη.
Επιτρέπουν έτσι τη χαλάρωση του αυχένα της ουροδόχου κύστης και των ενδοπροστατικών λείων μυϊκών ινών, βελτιώνοντας τα συμπτώματα του ουροποιητικού.
Ωστόσο, δεν έχουν καμία επίδραση στο μέγεθος του προστάτη.
Θεραπείες δεύτερης γραμμής
Αναστολείς της 5-άλφα-αναγωγάσης, όπως η ντουταστερίδη και η φιναστερίδη, δρουν αναστέλλοντας τη μετατροπή της τεστοστερόνης σε διυδροτεστοστερόνη (το ανδρογόνο που εμπλέκεται στην ανάπτυξη του προστάτη) από την 5-άλφα-ρεδουκτάση.
Σε αντίθεση με τους α1-αναστολείς, επιτρέπουν μείωση του όγκου του προστάτη κατά 20 έως 30%, ωστόσο η δράση τους απαιτεί χρόνο, καθώς θα χρειαστούν 6 μήνες για να παρατηρηθεί αποτέλεσμα (βελτίωση των συμπτωμάτων του ουροποιητικού και μείωση του κινδύνου εμφάνισης της οξείας κατακράτησης ούρων).
Η χορήγησή τους ενδείκνυται σε ασθενείς με προστάτη μεγαλύτερο από 40 g.
Θεραπευτικοί συνδυασμοί
Σε περίπτωση αναποτελεσματικότητας ενός φαρμάκου, ο γιατρός μπορεί να συστήσει θεραπεία συνδυάζοντας έναν α- αναστολέα και έναν αναστολέα 5-άλφα-ρεδουκτάσης.
Θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή όμως, καθώς οι παρενέργειες των διαφορετικών θεραπευτικών κατηγοριών, είναι αθροιστικές.
Ολίνα Ηλιάδου, MSc Clinical Pharmacologist, MBA in Pharmacy Management, MPharm