Καλά νέα για τα άτομα που υποφέρουν από αυπνία: ο πρώτος εκπρόσωπος μιας νέας θεραπευτικής κατηγορίας, που θα κυκλοφορήσει σύντομα στην αγορά, δίνει τέλος σε σχεδόν 20 χρόνια χωρίς καινοτομία στον τομέα της φαρμακευτικής θεραπείας της χρόνιας αϋπνίας στην Ευρώπη.
Στα τέλη Μαΐου 2023, η Ανώτατη Αρχή για την Υγεία (HAS) στη Γαλλία εξέδωσε θετική γνώμη σχετικά με την αποζημίωση του daridorexant (Quviviq) ως «θεραπεία δεύτερης γραμμής σε ενήλικες, στη θεραπεία της αϋπνίας που χαρακτηρίζεται από συμπτώματα που υπάρχουν για τουλάχιστον τρεις μήνες και με σημαντικό αντίκτυπο στη λειτουργία της ημέρας».
Πρώτο στην κατηγορία του στην Ευρώπη, το daridorexant είναι ένας διπλός ανταγωνιστής των υποδοχέων της ορεξίνης (ονομάζεται επίσης υποκρετίνη), ένα νευροπεπτίδιο που περιγράφηκε το 1999 ως ο αγωγός μεταξύ των κέντρων εγρήγορσης και ύπνου.
Αυτοί οι ανταγωνιστές είναι τα μόνα φάρμακα που πραγματικά δρουν μειώνοντας την εγρήγορση ( το πρόωρο ξύπνημα), αντί να προκαλούν ύπνο.
Το σύστημα υποκρετίνης λειτουργεί σαν ένας γενικός διακόπτης που βρίσκεται πάνω από τους νευροδιαβιβαστές στους οποίους συνήθως ενεργούμε όπως η ισταμίνη ή Gaba.
Στην πράξη, το daridorexant είναι αποτελεσματικό για τον ύπνο και το ξύπνημα στη μέση και στο τέλος της νύχτας, ενώ διατηρεί σύντομες περιόδους αφύπνισης («wake bouts», λιγότερο από 6 λεπτά), σε αντίθεση με τα υπνωτικά.
Παραμένει το γεγονός ότι «οι κλινικές μελέτες που διεξήχθησαν έναντι ενός εικονικού φαρμάκου ή της ζολπιδέμης, είχαν στρατολογήσει άτομα που έπασχαν από χρόνια αϋπνία χωρίς ιατρικές ή ψυχικές συννοσηρότητες και στους οποίους η αλλαγή του ύπνου είχε αντικειμενοποιηθεί από πολυυπνογραφίες», επιμένει ο καθηγητής Yves Dauvilliers, νευρολόγος στον ύπνο στο κέντρο διαταραχών εγρήγορσης στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Μονπελιέ (Hérault).
«Η αποτελεσματικότητα του daridorexant δεν μπορεί απαραίτητα να μεταφερθεί στην “πραγματική ζωή”, όπου οι ασθενείς με αϋπνία έχουν συχνά κακή αντίληψη του ύπνου τους και μπορεί να παραπονιούνται ακόμα κι αν είναι αντικειμενικά φυσιολογικό».
Η θέση του φαρμάκου αυτού δίπλα στα υπνωτικά φάρμακα παραμένει να εδραιωθεί στην κλινική πράξη, ανάλογα με την ανοχή, τις αλληλεπιδράσεις φαρμάκων (κατασταλτικά του κεντρικού νευρικού συστήματος, αναστολείς του CYP3A4) και τις συννοσηρότητες του ασθενούς.
Τα δεδομένα της πραγματικής ζωής θα είναι επίσης χρήσιμα αλλά προς το παρόν εκφράζονται ορισμένες επιφυλάξεις: «Η άφιξη αυτής της θεραπείας κινδυνεύει να δημιουργήσει παλιρροϊκό κύμα και να συνταγογραφηθεί σε όλους, συμπεριλαμβανομένων των λανθασμένων ενδείξεων», κάτι που προϋποθέτει επαρκή διερεύνηση του αρχικού προβλήματος αυπνίας.
Πρώτης γραμμής μη φαρμακευτική θεραπεία
«Θα πρέπει να θυμόμαστε ότι η χρόνια αϋπνία ορίζεται από τη δυσκολία στον ύπνο τουλάχιστον τρία βράδια την εβδομάδα για τουλάχιστον τρεις μήνες και το να κοιμάσαι άσχημα δεν είναι το ίδιο με το να είσαι άυπνος.
Η αϋπνία ορίζεται επίσης από την ύπαρξη συνεπειών κατά τη διάρκεια της ημέρας, γεγονός που συχνά παρακινεί τη χρήση φαρμακολογικής θεραπείας και όχι μόνο το γεγονός του κακού ύπνου τη νύχτα», επιμένει ο νευρολόγος.
Ασήμαντες και συχνές, είναι οι εξερευνήσεις των διαταραχών ύπνου: διερεύνηση διαταραχών διάθεσης, πόνος, σύνδρομο ανήσυχων ποδιών, υπερθυρεοειδισμός ή ιατρογενές αίτιο κ.λπ.
Η πρώτη προσέγγιση λοιπόν, συνίσταται στη θεραπεία των προβλημάτων που εντοπίστηκαν έτσι ώστε να εξετάζεται μόνο η διαχείριση των διαταραχών ύπνου, εάν επιμείνουν στη συνέχεια.
«Τα υπνωτικά συνταγογραφούνται πολύ εύκολα, αλλά δεν λειτουργούν λόγω αυτών των συννοσηροτήτων, αν δεν ληφθεί η κατάλληλη μέριμνα», συνεχίζει ο ειδικός αλλά επιπλέον δεν πρέπει να ξεχνάμε πως, οι γιατροί συχνά αυξάνουν τις δόσεις και προάγουν την εξάρτηση, χωρίς αποτελεσματικότητα.
Η εξάρτηση δεν είναι μόνο φαρμακολογική αλλά και ψυχοπαθολογική.
Αφενός όσον αφορά τη λήψη φαρμάκων, είτε παραδοσιακών, είτε βοτανοθεραπευτικών, είτε ομοιοπαθητικών.
Από την άλλη, επειδή το φαινόμενο του εικονικού φαρμάκου είναι πολύ υψηλό στον ύπνο αυτό έχει ως αποτέλεσμα, οι ασθενείς να κοιμούνται καλά και αναπτύσσουν μια ανάμνηση ευεξίας τις πρώτες νύχτες που τους κάνει να πιστεύουν ότι αυτό οφείλεται στη φαρμακευτική αγωγή.
Όταν δεν λαμβάνουν τη θεραπεία τους, η ψυχολογική ένταση που δημιουργείται τους οδηγεί στον κακό ύπνο και ενισχύει τις πεποιθήσεις τους.
Όλοι αυτοί οι λόγοι καθιστούν την εκπαίδευση και τον τρόπο ζωής (σωματική δραστηριότητα, φωτοθεραπεία, δίαιτα κ.λπ.), καθώς και στη συνέχεια τις γνωσιακές-συμπεριφορικές θεραπείες, ως τα πρώτα βήματα για τη διαχείριση της αϋπνίας.
Πρέπει να κάνουν δυνατή την αποδόμηση, για παράδειγμα, την αναζήτηση απόδοσης στον ύπνο, που μας ενθαρρύνει να παρατείνουμε τον χρόνο στο κρεβάτι για να κοιμηθούμε, να πάρουμε έναν υπνάκο, να αναπληρώσουμε την κούραση.
«Όσο μικρότερος είναι ο χρόνος που περνάμε στο κρεβάτι , τόσο περισσότερο κοιμόμαστε», συνοψίζει ο Yves Dauvilliers.
Ανεξάρτητα από αυτό, το κύριο μήνυμα είναι η παραπομπή ασθενών που παραπονούνται τακτικά στο φαρμακείο για αυπνία, σε έναν ειδικό σε αυτόν τον τομέα.
Αλλά η διαχείριση του ύπνου είναι μια δεξιότητα και αναπτύχθηκε μόλις πρόσφατα ως ειδικότητα (υπνολογία) στο ιατρικό επάγγελμα.
Αρκετοί επαγγελματίες έχουν πλέον εκπαιδευτεί στη θεραπεία της αϋπνίας, κυρίως ψυχίατροι και ψυχολόγοι που έχουν μάθει τις γνωσιακές-συμπεριφορικές θεραπείες για την αϋπνία.
Επίσης, οι φαρμακοποιοί αποτελούν ένα βασικό αναμεταδότη πληροφοριών για να υπενθυμίσουν στους ανθρώπους που παραπονούνται για αϋπνία, τη σημασία όλων των περιβαλλοντικών παραμέτρων και του τρόπου ζωής, καθώς και τις βασικές αρχές περίθαλψης.
Πηγή: Le Moniteur des pharmacies.fr