Στην ατοπική δερματίτιδα (ΑΔ) και σε κάθε άλλη χρόνια, υποτροπιάζουσα φλεγμονώδη νόσο του δέρματος, βασικός θεραπευτικός στόχος παραμένει η διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ άμεσης αποτελεσματικότητας, δραστικότητας και ασφάλειας1.
Στην οξεία φάση με μέτρια έως σοβαρά συμπτώματα απαιτείται θεραπεία με αντιφλεγμονώδεις παράγοντες.
Τα τοπικά κορτικοστεροειδή εξακολουθούν να αποτελούν το ‘’χρυσό πρότυπο’’ της αντιφλεγμονώδους θεραπείας για ήπιες έως μέτριες περιπτώσεις, ακόμη και μετά την εισαγωγή των τοπικών αναστολέων καλσινευρίνης (pimecrolimus και tacrolimus).
Τα κορτικοστεροειδή, δρώντας μέσω μιας σειράς οδών για τη μείωση της φλεγμονής2-3, μπορεί να εμφανίσουν ανεπιθύμητες ενέργειες κατά τη χρήση τους, οι συχνότερες τοπικά4-9.
Για το λόγο αυτό, οι ερευνητικές προσπάθειες στόχευαν να βελτιστοποιήσουν την ισορροπία μεταξύ δραστικότητας και ασφάλειας.
Ο συνδυασμός βέλτιστης αποτελεσματικότητας με ελάχιστες παρενέργειες είναι ο ιδανικός για κάθε κατηγορία ασθενών.
Ιδιαίτερη σημασία έχει σε ασθενείς με εκτεταμένες βλάβες, η χρήση για μεγάλα χρονικά διαστήματα και σε παιδιά και αναπαρίσταται μέσω του θεραπευτικού δείκτη TIX10.
Η πιο πρόσφατη γενιά κορτικοστεροειδών – οι μη αλογονωμένοι διεστέρες κορτικοστεροειδών – εξισορροπεί την υψηλή αντιφλεγμονώδη δραστικότητα με χαμηλή συχνότητα τοπικών ανεπιθύμητων συμβάντων και απουσία συστηματικών παρενεργειών11-12.
Το MPA ανήκει σε αυτή την πρόσφατη γενιά κορτικοστεροειδών.
Το κλινικό πρόγραμμα ανάπτυξής του περιλαμβάνει πληθώρα μελετών σε διάφορες μορφές εκζέματος, όπως αλλεργικά εκζέματα εξ επαφής, αλλεργική δερματίτιδα εξ επαφής, ερεθιστική δερματίτιδα εξ επαφής, σμηγματορροϊκό έκζεμα, δισκοειδές έκζεμα, δυσιδρωτικό έκζεμα, κοινό έκζεμα, ΑΔ, νευροδερματίτιδα, φλεγμαίνουσες και κνησμώδεις δερματοπάθειες του τριχωτού της κεφαλής και νομισματοειδές έκζεμα.
Το ΜΡΑ καταδεικνύει ευνοϊκό λόγο κινδύνου-οφέλους σε σχέση με την αντιφλεγμονώδη δράση, την έλλειψη αντίδρασης ευαισθησίας και ατροφίας και την καλή αποδοχή από τους ασθενείς13.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του μορίου διαφοροποιούν την φαρμακοκινητική και φαρμακοδυναμική του MPA από άλλα κορτικοστεροειδή τάξης ΙΙΙ:
- έχει μια ομάδα μεθυλίου στο C-6 η οποία αυξάνει τη δέσμευση των υποδοχέων – και ως εκ τούτου τη δραστικότητά του,
- λόγω της διπλής εστεροποίησης, είναι σημαντικά περισσότερο λιπόφιλο από άλλα μόρια, γεγονός που διευκολύνει την ταχεία και αποτελεσματική διείσδυσή του στην κεράτινη στιβάδα. Ως εκ τούτου παρουσιάζει αυξημένη βιοδιαθεσιμότητά14-15.
- Μέσω των εστερασών του δέρματος, που βρίσκονται κυρίως στο σημείο της βλάβης, μετατρέπεται από MPA σε ένα μεταβολίτη πιο ισχυρό, τον MPP, ο οποίος έχει μικρό χρόνο ημίσειας ζωής, δηλαδή απενεργοποιείται γρήγορα στην κυκλοφορία και έτσι ελαχιστοποιείται η πιθανότητα εμφάνισης συστηματικών ανεπιθύμητων ενεργειών1,16
- δεν περιέχει μονάδα αλογόνου, γεγονός που συμβάλλει σε υψηλό βαθμό διαχωρισμού μεταξύ τοπικής και συστηματικής δραστηριότητας15.
Η ταχεία δράση του MPA αποδεικνύεται από το γεγονός ότι το 50-80% των ασθενών με ΑΔ εμφανίζουν βελτίωση των συμπτωμάτων εντός 1 εβδομάδας από την έναρξη της θεραπείας17-18 . Το ποσοστό αυτό μπορεί να αυξηθεί σε >90% έως και 3 εβδομάδες μετά την έναρξη της θεραπείας17, 19.
Η χρήση του MPA μία φορά την ημέρα έχει δείξει καλή αποτελεσματικότητα, με ταχεία έναρξη δράσης σε ένα ευρύ φάσμα ασθενών με ΑΔ.
Ειδικότερα, παρέχει γρήγορη και αποτελεσματική ανακούφιση από τον κνησμό και την ερυθρότητα σε ασθενείς με σοβαρά συμπτώματα18, 20-22. Σε βρέφη ηλικίας <18 μηνών, το 85% των οποίων έλαβαν θεραπεία με γαλάκτωμα MPA παρουσίασε πλήρη ύφεση ή σημαντική βελτίωση της AΔ μετά από 3 εβδομάδες20.
Περισσότερο από το 90% των ασθενών με AΔ στο τριχωτό της κεφαλής, παρουσίασε πλήρη ύφεση ή σημαντική βελτίωση των συμπτωμάτων μετά από 2 εβδομάδες θεραπείας με διάλυμα MPA 0,1% μία φορά την ημέρα22.
Σε ό,τι αφορά το προφίλ ασφαλείας, πλήθος μελετών σε μοντέλα-οργανισμούς απέδειξαν πως οι ανεπιθύμητες ενέργειες έπειτα από χορήγηση MPA είναι σημαντικά χαμηλότερες από αυτές άλλων κορτικοστεροειδών της ίδιας τάξης δραστικότητας ή/και παρόμοιες με άλλων λιγότερο ισχυρών23-26.
Όσον αφορά τη βραχυχρόνια θεραπεία, το ποσοστό εμφάνισης τοπικών ανεπιθύμητων ενεργειών είναι περίπου 5% και περιλαμβάνουν ερύθημα, εξάνθημα, ξηρότητα, απολέπιση και αίσθηση καύσου, όλα ήπιας έως μέτριας βαρύτητας15, 18-19, 24, 26.
H μακροχρόνια θεραπεία έχει μελετηθεί σε 1745 ασθενείς με AΔ και μόνο το 0,2% εμφάνισε ατροφία του δέρματος ή τελαγγειεκτασία, πιθανόν λόγω προϋπάρχουσας κατάστασης19, 26.
Αναφορικά με τη συστηματική απορρόφηση, σε μελέτη ασθενών με ΑΔ που έλαβαν θεραπεία με αλοιφή MPA 0,1% μία με τρεις φορές ημερησίως για 3 με 4 μήνες, δεν παρατηρήθηκαν ανεπιθύμητα συμβάντα και δεν παρουσιάστηκε καμία επίδραση στον άξονα Υποθαλάμου-Υπόφυσης-Επινεφριδίων (ΥΥΕ)26. Αυτό είναι πιθανό να οφείλεται στην ταχεία έναρξη δράσης του MPA. Επίσης, τα επίπεδα κορτιζόλης παρέμειναν στις αρχικές συγκεντρώσεις σε παιδιά που έλαβαν MPA για 1 εβδομάδα24.
Το MPA διατίθεται σε ένα ευρύ φάσμα σκευασμάτων, συμπεριλαμβανομένων μίας αλοιφής, μιας κρέμας, ενός γαλακτώματος και ενός διαλύματος, για την ικανοποίηση των διαφορετικών αναγκών κάθε ασθενούς.
Συμπερασματικά, η ταχεία έναρξη δράσης, η υψηλή αποτελεσματικότητα και δραστικότητα, η πολύ χαμηλή συχνότητα εμφάνισης ανεπιθύμητων ενεργειών και η λήψη μία φορά τη μέρα, καθιστούν το MPA μια ιδιαίτερη εύχρηστη επιλογή για ένα ευρύ φάσμα ασθενών με διάφορες μορφές εκζέματος.
Βιβλιογραφία
1 Luger TA. J Eur Acad Dermatol Venereol 2011; 25: 251-258.
2 Fokkens WJ, et al. Am J Rhinol 1998; 12: 21–26.
3 Almawi W, et al. Clin Transplant 1999; 13: 365–374.
4 Mori M, et al. Drug Saf 1994; 10: 406–412.
5 Kao JS, et al. J Invest Dermatol 2003; 120:456–464.
6 Jensen JM, et al. J Allerg Clin Immunol 2009; 123: 1124–1133.
7 Hengge UR, et al. J Am Acad Dermatol 2006; 54: 1–15.
8 Woz´niacka A & Sysa-Je˛drzejowska A. Med Sci Monit 2001; 7: 539–544.
9 Falus A, et al. Ann N Y Acad Sci 1995; 762: 71–77.c
10 Blume-Peytavi U & Wahn U. J Eur Acad Dermatol Venereol 2011;25(5):508–515
11 Brazzini B & Pimpinelli N. Am J Clin Dermatol 2002; 3: 47–58.
12 Greaves MW & Gatti S. J Dermatol Treat 1999; 10: 83–91.
13 Advantan. Summary of Product Characteristics
14 Ta¨uber U. J Eur Acad Dermatol Venereol 1994; 3(Suppl 1): S23–S31.
15 Zaumseil R-P, et al. J Dermatol Treat 1992; 3(Suppl 2): 3–7.
16 Ruzicka T. Int J Clin Pract 2006;60(1):85–92.
17 Albrecht G. J Eur Acad Dermatol Venereol 1994; 3(Suppl 1): S42–S48.
18 Mensing H & Lorenz B. Z Hautkrankh 1998; 73: 281–285.
19 Fritsch P. J Dermatol Treat 1992; 3(Suppl 2): 17–19.
20 Casano AV & Cavalle´ JR. Monografı´a de Dermatologı´a 2002; 15: 399–408.
21 Bieber T, et al. Allergy 2007; 62: 184–189.
22 Sonnichsen N & Zaumseil R-P. Dermatology 1999; 5: 317–324.
23 Kecske´s A, et al. J Am Acad Dermatol 1993; 29: 576–580.
24 Rampini E. J Dermatol Treat 1992; 3(Suppl 2): 27–29.
25 Zaumseil R-P, et al. In: Macher E, Kolde G, Brucker EB, eds. Jahrbuch der Dermatologie.
Biermann-Verlag, Zu¨lpich, Germany, 1992 ⁄ 93:247–263.
26 Ortonne J-P. J Dermatol Treat 1992; 3(Suppl 2): 21–25.