Ο βλεννοδερματικός έρπης αποτελεί μία από τις πιο συχνές ιογενείς δερματοπάθειες με γενικά καλοήθη πρόγνωση στους ανοσοεπαρκείς ασθενείς. Παρ’ όλα αυτά, μπορεί να προκαλέσει σημαντική δυσλειτουργία και αναπηρία όταν υποτροπιάζει, ενώ η νόσος ενδέχεται να προσλάβει σοβαρότερη μορφή σε ειδικές ομάδες, όπως τα νεογνά και τα ανοσοκατεσταλμένα άτομα, όπου η πρόγνωση επιβαρύνεται σημαντικά.
Διαβάστε το Τεύχος Π ’67 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ ΕΔΩ
7 Ερωτήσεις σχετικά με τον έρπητα
1. Περί τίνος πρόκειται;
Ο έρπης αποτελεί βλεννογονική και δερματική λοίμωξη που οφείλεται στον ιό του απλού έρπητα τύπου 1 (HSV-1) ή τύπου 2 (HSV-2). Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτών των ιών είναι η ικανότητά τους να παραμένουν σε λανθάνουσα κατάσταση στους νευρώνες μετά την πρωτογενή λοίμωξη και να επανενεργοποιούνται μετέπειτα, προκαλώντας είτε συμπτωματικές υποτροπές είτε ασυμπτωματικές ιαιμίες.
Ο HSV-1 ευθύνεται κατά κύριο λόγο για τον έρπητα της στοματοπροσωπικής περιοχής, ενώ ο HSV-2 προκαλεί κυρίως έρπητα των γεννητικών οργάνων. Ωστόσο, οι ιοί αυτοί μπορούν να προσβάλουν και άλλες βλεννογόνες περιοχές. Σημειώνεται ότι, λόγω των αλλαγών στις σεξουαλικές πρακτικές, ο HSV-1 ανευρίσκεται πλέον όλο και συχνότερα και στην περιοχή των γεννητικών οργάνων, ενώ και ο HSV-2, αν και σπανιότερα, δύναται να προκαλέσει επιχείλιο έρπητα.
2. Ποια είναι τα κλινικά συμπτώματα;
Πρωτοπαθής λοίμωξη
Στοματοπροσωπική περιοχή: Η πρωτοπαθής λοίμωξη με HSV-1 εκδηλώνεται συνήθως κατά την παιδική ηλικία, με τη μεγάλη πλειοψηφία των περιστατικών να παραμένει ασυμπτωματική. Όταν υπάρχουν συμπτώματα, παρατηρείται οξεία, έντονα επώδυνη, εμπύρετη ουλοστοματίτιδα, η οποία προσβάλλει ολόκληρη τη στοματική κοιλότητα και χαρακτηρίζεται από κυστίδια και διαβρώσεις που δυσχεραίνουν τη σίτιση. Παρατηρείται επίσης τραχηλική λεμφαδενοπάθεια. Η επούλωση διαρκεί 10-15 ημέρες.
Γεννητική περιοχή: Η πρωτοπαθής λοίμωξη, συμπτωματική σε περίπου το ένα τρίτο των περιπτώσεων, εκδηλώνεται με ερυθρότητα, κυστίδια και εξέλκωση στα γεννητικά όργανα (βάλανος ή πέος στους άνδρες, αιδοίο, κόλπος, τράχηλος ή περίνεο στις γυναίκες). Τα συμπτώματα είναι συχνότερα και εντονότερα στις γυναίκες, με ερεθισμό, κνησμό, μυρμήγκιασμα, κάψιμο, συχνά με πυρετό, διόγκωση βουβωνικών λεμφαδένων, επώδυνη ούρηση ή ακόμη και οξεία κατακράτηση ούρων. Η επούλωση διαρκεί συνήθως 10-20 ημέρες ή περισσότερο.
Υποτροπές
Οι υποτροπές εκδηλώνονται συνήθως στην ίδια ανατομική περιοχή. Για τον επιχείλιο έρπητα, εμφανίζονται κυρίως στην άκρη των χειλιών, ενώ για τον έρπητα των γεννητικών οργάνων εντοπίζονται στα εξωτερικά γεννητικά όργανα ή στους γλουτούς.
Στοματοπροσωπική περιοχή: Τα πρόδρομα συμπτώματα (κνησμός, μυρμήγκιασμα, κάψιμο) προηγούνται της εμφάνισης ερυθήματος και στη συνέχεια εμφανίζονται ομαδοποιημένα κυστίδια, τα οποία ρήγνυνται και σχηματίζουν ελκώσεις που επουλώνονται με κρούστα σε λίγες ημέρες. Πιθανόν να συνυπάρχει ελαφρύς πυρετός και αυχενική λεμφαδενοπάθεια. Η επούλωση ολοκληρώνεται εντός περίπου μιας εβδομάδας.
Γεννητική περιοχή: Τα πρόδρομα συμπτώματα (κνησμός, μυρμήγκιασμα, κάψιμο) μπορούν να αποπροσανατολίσουν διαγνωστικά, δίνοντας την εντύπωση κυστίτιδας ή μυκητίασης. Έπονται κυστίδια και εν συνεχεία εξέλκωση του βλεννογόνου των γεννητικών οργάνων ή των γλουτών (η εντόπιση αυτή εξηγεί το συχνό φόβο μετάδοσης από καθίσματα τουαλέτας, ο οποίος είναι ανεδαφικός λόγω της αστάθειας του ιού στο περιβάλλον). Η ανάρρωση διαρκεί 8-10 ημέρες.
3. Πώς μεταδίδεται η νόσος;
Η μετάδοση του ιού γίνεται κυρίως μέσω άμεσης επαφής με μολυσμένες δερματικές βλάβες, βλεννογόνους ή εκκρίσεις. Υφίσταται επίσης κίνδυνος αυτοενοφθαλμισμού, που μπορεί να οδηγήσει σε ανάπτυξη οφθαλμικού έρπητα (επαφή χεριών-ματιών) ή έρπητα panaritium (λοίμωξη δακτύλου). Η μετάδοση μέσω αντικειμένων είναι πολύ σπάνια, καθώς ο ιός δεν επιβιώνει εύκολα εκτός οργανισμού.
Ο έρπης των γεννητικών οργάνων αποτελεί μια από τις πιο συχνές σεξουαλικώς μεταδιδόμενες λοιμώξεις. Η μετάδοση πραγματοποιείται μέσω γεννητικής, στοματογεννητικής ή αναγεννητικής επαφής, είτε με, είτε χωρίς διείσδυση. Οι διαβρωτικές αλλοιώσεις αυξάνουν τον κίνδυνο μετάδοσης, τόσο του HSV όσο και του HIV, με τη μετάδοση να καθίσταται δυνατή και μέσω ασυμπτωματικής απέκκρισης του ιού.
4. Ποιοι παράγοντες ενθαρρύνουν τις υποτροπές;
Παράγοντες όπως ανοσοκαταστολή (λόγω κόπωσης, άγχους, εμπύρετης λοίμωξης, χορήγησης κορτικοστεροειδών ή άλλων ανοσοκατασταλτικών), ορμονικές διαταραχές (έμμηνος ρύση, εγκυμοσύνη), έκθεση σε ηλιακή ακτινοβολία ή κρύο (ιδίως για τον επιχείλιο έρπητα) και η σεξουαλική επαφή (για τις γεννητικές υποτροπές), μπορούν να πυροδοτήσουν υποτροπές.
Διαβάστε το Τεύχος Π ’67 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ ΕΔΩ
5. Πώς γίνεται η διάγνωση;
Η διάγνωση βασίζεται κυρίως στην κλινική εικόνα, με την εργαστηριακή επιβεβαίωση (π.χ. PCR ή καλλιέργεια) να ενδείκνυται σε άτυπες, σοβαρές ή επιμένουσες περιπτώσεις και σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς. Ιδιαίτερη σημασία έχει η επιβεβαίωση του πρώτου επεισοδίου γεννητικού έρπητα σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας και συστηματικά στις εγκύους, με στόχο την πρόληψη του νεογνικού έρπητα.
6. Ποιος κινδυνεύει από σοβαρή λοίμωξη;
Σε έγκυες γυναίκες, ιδίως κατά το τρίτο τρίμηνο, η πρωτογενής λοίμωξη μπορεί σπανίως να οδηγήσει σε οξεία πυρετική, μη-ικτερική ηπατίτιδα, απειλητική για τη ζωή. Οι ανοσοκατεσταλμένοι διατρέχουν κίνδυνο σοβαρότερων εκδηλώσεων, όπως εκτεταμένες, νεκρωτικές ή σπλαχνικές βλάβες, με αυξημένη συχνότητα, διάρκεια και άτυπη κλινική εικόνα.
7. Ποιες είναι οι επιπλοκές;
Παρότι συνήθως καλοήθης σε ανοσοεπαρκή άτομα, οι υποτροπές μπορεί να υποβαθμίσουν σοβαρά την ποιότητα ζωής όταν είναι συχνές, ιδίως στην περιοχή των γεννητικών οργάνων. Ορισμένες μορφές έρπητα προκαλούν αναπηρία ή ενέχουν κινδύνους επιπλοκών, όπως:
- Οφθαλμικός έρπης: Οξεία, μονόπλευρη κερατοεπιπεφυκίτιδα, που μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της οπτικής οξύτητας εάν δεν αντιμετωπιστεί σωστά.
- Υποτροπιάζον πολύμορφο ερύθημα: Το ερπητικό επεισόδιο είναι συχνά η κύρια αιτία. Εμφανίζεται ως ωχρό, κυκλικό εξάνθημα σε πρόσωπο και άκρα, με ενδεχόμενη επέκταση στον κορμό ή τους βλεννογόνους.
- Ερπητική λοίμωξη προϋπάρχουσας δερματοπάθειας: Ο διάχυτος έρπης (σύνδρομο Kaposi-Juliusberg), εμφανίζεται σε έδαφος ατοπικής δερματίτιδας, με αιμορραγικές φυσαλίδες, φλύκταινες και γενικευμένη επιβάρυνση της κατάστασης.
- Άλλες: εγκεφαλίτιδα, μηνιγγίτιδα, ηπατίτιδα, ιδιαίτερα σε ανοσοκατεσταλμένους και νεογνά.
Διαβάστε το Τεύχος Π ’67 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ ΕΔΩ
Θεραπεία / Πώς αντιμετωπίζεται ο έρπης
Τα αντιικά φάρμακα ενδείκνυνται βάσει σαφώς καθορισμένων κατευθυντήριων γραμμών για τη θεραπεία τόσο της πρωτογενούς όσο και των υποτροπιαζουσών λοιμώξεων. Σε συχνές υποτροπές, μπορεί να προταθεί μακροχρόνια κατασταλτική θεραπεία.
Θεραπευτική στρατηγική
Στόχος της θεραπείας κατά τη διάρκεια εξάρσεων είναι ο περιορισμός του πόνου, η μείωση του χρόνου ανάρρωσης και της περιόδου απέκκρισης του ιού. Η θεραπεία πρέπει πάντα να συνοδεύεται από ενημέρωση και συμβουλές για την ελαχιστοποίηση του κινδύνου μετάδοσης. Σε περίπτωση συχνών υποτροπών, επιδιώκεται η μείωση του αριθμού και της σοβαρότητας των επεισοδίων, καθώς και της συχνότητας της ασυμπτωματικής απέκκρισης.
Ανοσοκατεσταλμένοι ασθενείς
Η βαλακικλοβίρη και η φαμκικλοβίρη συνιστώνται τόσο για θεραπευτική όσο και για προληπτική χρήση. Η από του στόματος ακικλοβίρη είναι λιγότερο αποτελεσματική λόγω χαμηλότερης βιοδιαθεσιμότητας, αλλά παραμένει επιλογή σε ορισμένες περιπτώσεις πρόληψης. Η ενδοφλέβια ακικλοβίρη συνιστάται για σοβαρές ή περίπλοκες περιπτώσεις. Τα αντιικά φάρμακα χορηγούνται σε υψηλότερες δόσεις συγκριτικά με τους ανοσορροπούντες ασθενείς. Το Foscarnet (ενδοφλεβίως, στο νοσοκομείο) ενδείκνυται σε περιπτώσεις αντοχής στα κλασικά αντιικά φάρμακα.
Υποστήριξη των ασθενών
Η κατανόηση της παθοφυσιολογίας της λοίμωξης και της σωστής χρήσης της αντιερπητικής θεραπείας είναι ουσιώδης για τον περιορισμό της εξάπλωσης και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών.
Από τον Διαμαντή Κλημεντίδη, Κλινικό Φαρμακοποιό, MSc