Η άσκηση σε μια συγκεκριμένη φάση της ζωής φαίνεται ότι θα μπορούσε να μειώσει τον κίνδυνο άνοιας έως και 45%, σύμφωνα με επιστημονική μελέτη.
Εδώ και χρόνια, οι επιστήμονες γνωρίζουν ότι η άσκηση δεν δυναμώνει μόνο το σώμα, αλλά προσφέρει σημαντικά οφέλη και στον εγκέφαλο. Η φυσική δραστηριότητα για παράδειγμα, αυξάνει τη ροή του αίματος προς τον εγκέφαλο και ενισχύει τη νευροπλαστικότητα, διαδικασίες που θα μπορούσαν να προστατεύσουν από γνωστική έκπτωση, συμπεριλαμβανομένης της άνοιας.
Κι όμως, παρά τις δεκαετίες ερευνών, σημαντικά ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα: Μπορεί η άσκηση σε οποιαδήποτε ηλικία να μειώσει τον κίνδυνο άνοιας ή ισχύει μόνο όταν ξεκινά κανείς νέος; Τι ισχύει στην περίπτωση του αυξημένου γενετικού κινδύνου;
Νέα έρευνα από τη μακροχρόνια μελέτη Framingham Heart Study στις Ηνωμένες Πολιτείες, προσφέρει μερικές από τις πιο σαφείς απαντήσεις μέχρι σήμερα.
Τι εξέτασε η μελέτη;
Η έρευνα βασίστηκε σε δεδομένα από 4.290 συμμετέχοντες στη μελέτη Framingham Heart Study Offspring. Η μελέτη αυτή ξεκίνησε το 1948, όταν οι ερευνητές συγκέντρωσαν περισσότερους από 5.000 ενήλικες ηλικίας 30 ετών και άνω από την πόλη Framingham της Μασαχουσέτης, για να διερευνήσουν τους μακροπρόθεσμους παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακές παθήσεις.
Το 1971, εγγράφηκε μια δεύτερη γενιά (περισσότεροι από 5.000 ενήλικες απόγονοι της αρχικής ομάδας και οι σύζυγοί τους), σχηματίζοντας την ομάδα Offspring. Αυτή η γενιά υποβαλλόταν σε τακτικές αξιολογήσεις υγείας και ιατρικές εξετάσεις κάθε τέσσερα έως οκτώ χρόνια.
Στη νέα μελέτη, οι συμμετέχοντες ανέφεραν οι ίδιοι τα επίπεδα σωματικής τους δραστηριότητας, που περιελάμβαναν από τυχαίες δραστηριότητες, όπως το ανέβασμα σκαλοπατιών, έως και την έντονη άσκηση. Οι συμμετέχοντες ανέφεραν για πρώτη φορά αυτά τα επίπεδα δραστηριότητας το 1971 και στη συνέχεια ξανά, σε διάστημα αρκετών δεκαετιών. Με βάση την ηλικία στην οποία αξιολογήθηκε για πρώτη φορά κάθε συμμετέχων, οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε τρεις κατηγορίες:
- Νέοι ενήλικες (26-44 ετών): Αξιολογήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1970.
- Μεσήλικες (45-64 ετών): Αξιολογήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στη δεκαετία του 1990.
- Ηλικιωμένοι ενήλικες (65 ετών και άνω): Αξιολογήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Για να εξετάσουν πώς η σωματική δραστηριότητα επηρεάζει τον κίνδυνο άνοιας, οι ερευνητές μελέτησαν πόσα άτομα εμφάνισαν άνοια σε κάθε ηλικιακή ομάδα και σε ποια ηλικία διαγνώστηκαν.
Στη συνέχεια, εξέτασαν τα πρότυπα σωματικής δραστηριότητας εντός των ηλικιακών ομάδων (χαμηλή, μέτρια, υψηλή) για να διαπιστώσουν αν υπήρχε κάποια σχέση μεταξύ των επιπέδων άσκησης και της εμφάνισης άνοιας. Στο μικροσκόπιο των ερευνητών μπήκε και ο γενετικός παράγοντας κινδύνου για Αλτσχάιμερ, το γονίδιο APOE ε4.
Πώς συνδέονται άσκηση και άνοια; Ο παράγοντας της ηλικίας
Κατά τη διάρκεια της περιόδου παρακολούθησης, το 13,2% (567) των 4.290 συμμετεχόντων εμφάνισαν άνοια, κυρίως στην ομάδα των ηλικιωμένων.
Όταν οι ερευνητές εξέτασαν τα επίπεδα σωματικής δραστηριότητας, παρατήρησαν ότι όσοι είχαν τα υψηλότερα επίπεδα στη μέση ηλικία και αργότερα στη ζωή τους, φάνηκαν να έχουν 41-45% λιγότερες πιθανότητες να εμφανίσουν άνοια, σε σύγκριση με όσους είχαν τα χαμηλότερα επίπεδα δραστηριότητας.

Αυτό φάνηκε να ισχύει ακόμη και μετά την προσαρμογή για δημογραφικούς παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο άνοιας (όπως η ηλικία και η εκπαίδευση) και άλλους χρόνιους παράγοντες υγείας (όπως η υψηλή αρτηριακή πίεση και ο διαβήτης). Οι ερευνητές σημειώνουν επίσης πως η η σωματική δραστηριότητα κατά την πρώιμη ενήλικη ζωή δεν φάνηκε να επηρεάζει τον κίνδυνο άνοιας.
Όσον αφορά το γονίδιο APOE ε4, τα ευρήματα υποδηλώνουν:
- Στη μέση ηλικία, η υψηλότερη σωματική δραστηριότητα φάνηκε να μειώνει τον κίνδυνο άνοιας μόνο σε άτομα που δεν είχαν αυτή τη γενετική προδιάθεση.
- Στην τρίτη ηλικία, η υψηλότερη σωματική δραστηριότητα φάνηκε να μειώνει τον κίνδυνο άνοιας τόσο σε φορείς όσο και σε μη φορείς του γονιδίου.
Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει, σύμφωνα με τους ερευνητές, ότι για τα άτομα με γενετική προδιάθεση, η διατήρηση της σωματικής δραστηριότητας στην τρίτη ηλικία θα μπορούσε να έχει προστατευτικές επιδράσεις.